Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 3/11/2005

Γιατί συμμετέχεις στο πρώτο gay & lesbian pornographic art film festival;

Νομίζω ότι είναι σημαντικό σε μια χώρα που έχουμε πρόσφατα ένα πολύ αναπτυγμένο, στην Αθήνα, εμπορικό γκέι κύκλωμα, με αυτό το χώρο που έχει ανοιχτεί γύρω από την Ιερά Οδό και την Κων/λεως, αλλά από την άλλη δεν έχουμε πλούσια παρουσία gay περιοδικών και εντύπων αλλά και η παρουσία μας στην τηλεόραση είναι πενιχρή, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντική η πρωτοβουλία της Μαρίας Cyber, όχι μόνο με αυτό αλλά και με προηγούμενες ταινίες που έχει φερει όπως το The Raspberry Reich του Bruce LaBruce, να ανοίξει και να φέρει σε ένα πιο νεανικό gay & lesbian κοινό ταινίες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές που έχουν μια τέτοια θεματολογία και τα παιδιά αυτά να γνωρίσουν την ιστορία της γκέι κινηματογραφίας και παραγωγής. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό μέσο για να ανακαλύψουν και λίγο το παρελθόν τους αυτά τα παιδιά. Αυτό δεν έχει γίνει σε σημαντικό βαθμό στην Ελλάδα μέχρι τώρα και αυτό είναι μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία και χαίρομαι πάρα πολύ που μπορώ και συμμετέχω με μια από τις πρώτες μου ταινίες μικρού μήκους το Caught Looking που μέχρι τώρα δεν ήταν προσβάσιμη στο ελληνικό κοινό, γιατί όσο καλά και να ήταν τα αγγλικά του ελλήνικού κοινού το κείμενο της ταινίας είναι πυκνό και έχει και πολύ συγκεκριμένες αναφορές σε μια λονδρέζική ή βρετανική ομοφυλόφιλη πραγματικότητα. Πρώτη φορά δείχνετε αυτή η ταινία υποτιτλισμένη και μάλιστα σωστά υποτιτλισμένη και χαίρομαι πάρα πολύ για αυτό.

Είναι το Caught Looking πορνογραφία;
 
Caught LookingΠαίζει με τα όρια στα οποία κάτι δεν είναι πορνογραφικό και από πιο σημείο μπορεί να εξελιχθεί σε πορνογραφικό. Νομίζω έχει μια ειρωνική δομή η όλη ταινία γιατί παίζει, αγγίζει τα όρια της πορνογραφίας, σκανδαλίζει για λίγο το θεατή και μετά αποτραβιέται λίγο, παίζει ένα παιχνίδι. Δεν μπορώ να πω ότι είναι καθαρή τσόντα. Η καθαρή τσόντα έχει πρόθεση καθαρά τον σαρκικό ερεθισμό του θεατή μέσα από μια συνεχή επανάληψη της σεξουαλικής πράξης. Αυτή η ταινία θέλει να παίξει με όλο αυτό αλλά και μέσα από αυτό περνάει άλλα μηνύματα και αναφέρεται σε πιο πλατιά ιστορία γκέι ερωτισμού. Είναι πιο πολύ μια σπουδή πάνω στον γκέι ερωτισμό μέσα από διάφορες εποχές. Και όλα αυτά είναι στημένα γύρω από τον πελάτη, τον Στίβεν, τον πρωταγωνιστή της ταινίας που παίζει στον κυβερνοχώρο ένα παιχνίδι εικονικής πραγματικότητας και ψηφιακά αναζητεί ή αναβιώνει τις ερωτικές επιθυμίες και εμμονές του. Είναι ένας ηδονοβλεψίας, όπως και η πορνογραφία είναι ηδονοβλεπτική, αφού είμαστε παθητικοί δέκτες εικόνων, είμαστε ηδονοβλεψίες. Έτσι και ο Στίβεν μπαίνει σε αυτό το ηδονοβλεπτικό παιχνίδι και ζει τις φαντασιώσεις που διαλέγει.

Τι είναι για σένα η πορνογραφία;

Πορνογραφία είναι η γραφή της σάρκας. Είναι ένα αναγκαίο κακό. Μου αρέσει πολύ, δεν έχω καμιά αναστολή ως προς αυτό, μετά από ένα σημείο μου δημιουργεί μια απίστευτη ανία αν όχι και άνοια, δηλαδή μετά από κάποιο σημείο με νεκρώνει, με αλλοτριώνει αλλά καταλαβαίνω ότι είναι ένα εργαλείο που από καιρό σε καιρό το μεταχειρίζομαι στη ζωή μου.

Ως Σκηνοθέτης πώς τη βλέπεις;

Είναι ένα ενδιαφέρον μέσο. Για παράδειγμα, στη Βραζιλία, τη δεκαετία του '60 που υπήρχε λογοκρισία λόγω χούντας, πολλοί αντιστασιακοί σκηνοθέτες χρησιμοποιούσαν την τσόντα ως ένα μέσο να περάσουν διάφορα μηνύματα πολιτικά. Η πορνογραφία για μένα είναι σαν το ποδόσφαιρο, ένα μέσο μαζικής απόλαυσης. Υπάρχει στην κοινωνία και θα υπάρχει για πάντα. Οι άνθρωποι ένιωθαν πάντα μια έλξη να περιγράφουν με τον πιο γλαφυρό και τον πιο άμεσο και τον πιο ωμό τρόπο την ερωτική πράξη και τις διάφορες εκφάνσεις του σεξ και του ερωτισμού. Μεγαλώνοντας αποστασιοποιούμαι. Όταν ήμουν έφηβος έβλεπα πάρα πολυ, τώρα έχω λίγο αποστασιοποιηθεί.
 
Θα γύριζες ποτέ;
 
Θα ήθελα να γυρίσω. Για παράδειγμα, λατρεύω τον Καρντινό, ο οποίος είναι ένας Γάλλος σκηνοθέτης, που δεν έχει αυτό το αμερικάνικο στιλ, αν και τα αμερικάνικα τώρα πια έχουν αλλάξει, δηλαδή δεν είναι αυτό το ξερό σεξ. Ο Καρντινό πάντα διαπραγματευόταν πιο περίπλοκα θέματα είχε μια καθαρά μυθοπλαστική αφηγηματική βάση στις ταινίες του. Πολλές φορές έθιγε θέματα φυλετικών διαφορών, το άσπρο και το μαύρο, η λευκή «αδερφή» με τα μελαμψά αγόρια - βίζιτες του Μαρόκο, γυρισμένα ζωντανά, με όχι πορνοστάρ, χωρίς επαγγελματίες ηθοποιούς. Είχε μια αλήθεια και έβγαζε και το μίσος που μπορεί να βγει από  μια σχέση «τοις μετρητοίς». Νομίζω ότι είναι ιδιοφυΐα. Και εμένα θα με ενδιέφερε να κάνω μια ταινία που να είναι πάρα πολύ ερωτική και ας είναι πορνογραφία, να έχει όμως μια καθαρά μυθοπλαστική βάση, δηλαδή μια μυθοπλασία πολύ ωραία, πολύ συγκροτημένη. Είναι μια από τις φιλοδοξίες μου να γυρίσω κάτι τέτοιο.

Ποιο είναι το όριο ερωτικού κινηματογράφου και πορνογραφίας; Υπάρχει τέτοιο όριο;

Yπάρχει, ένα παλιό ανέκδοτο στην Ελλάδα μεταξύ δύο παλιών παραγωγών την εποχή του '60, γυρίζοντας από τη Θεσσαλονίκη. Είχαν και οι δύο κάνει ταινίες. Ο ένας λέει "Εγώ έκανα εμπορικό κινηματογράφο". "Τι εννοείς εμπορικό κινηματογράφο;" του λέει ο άλλος. "Έδειξα μια ερωτική σκηνή μέσα σε ένα κρεβάτι. Εσύ έκανες καλλιτεχνικό σινεμά. "Τι εννοείς καλλιτεχνικό σινεμά;" "Έδειξες μια ερωτική σκηνή κάτω από ένα δέντρο". Είναι το ίδιο πράγμα, η διαφορά είναι τι θέλεις να δείξεις, πού θέλεις να το δείξεις και πώς θέλεις να το δείξεις. Και η πορνογραφία μπορεί να είναι καλλιτεχνική. Τα όρια είναι καθαρά μέσα στο μυαλό του ίδιου του καλλιτέχνη και στο πώς θα το χειριστεί και πρακτικά και αισθητικά. Μπορεί να είναι η "Ιστορία της Ο" ή διάφορες πορνογραφικές ιστορίες όπως του Ντε Σαντ, που είναι καθαρά πορνογραφικά αφηγήματα και είναι μια γραφή καθαρά πορνογραφική αλλά να είναι κάπως γυρισμένα ώστε να τα βλέπουμε και ως αισθητικά επιτεύγματα. Κάποιο άλλο βιβλίο, όχι του Ντε Σαντ μπορεί απλά να παραμένει στην ξερή πορνογραφία από έλλειψη φαντασίας, επειδή λειτουργεί μόνο σε ένα επίπεδο.

Είναι Queer σινεμά το Caught Looking;
 
Ναι, το  Caught Looking ήταν το Queer cinema στις αρχές του '90. Είναι ένα δείγμα των ταινιών που έβγαιναν τότε, όπως οι ταινίες το Μάρλον Ριγκς, του Τοντ Χενς κ.ά. Εντάσσονται σε μια κατηγορία ταινιών που δε διεκδικούν πια μια  ταυτότητα, δε διεκδικούν τα αυτονόητα, ανθρώπινα δικαιώματα για τις λεσβίες και τους γκέι. Αυτά τα παίρναμε ως δεδομένα και οι ταινίες αυτές, όπως το caught looking, προχωρούν πέρα από μια μικροαστική διεκδίκηση δικαιωμάτων και από το απλά να αγκαλιάζουν παλιές νοοτροπίες γκέι ή αδερφίστικες ή queer. Αυτές οι ταινίες προσπαθούν κάπου να επανοικειοποιηθούν πρότυπα που το ΄80 και το '90, όταν κυριαρχούσε η «πολιτική ορθότητα» στο ακτιβιστικο κίνημα, θεωρούνταν αυτο-καταπιεστικά ή αυτοκαταστροφικά για μια ομοφυλόφιλη συνείδηση όλα αυτά τα πολιτικά ορθά κυρήγματα. Αυτές οι ταινίες δρούσαν σε ένα περιβάλλον όπου το πολιτικά ορθό ήταν αποπνικτικό, σκεφτητε ότι ηταν και η εποχή που αρχιζε να χτυπάει ο ιός του hiv. Τώρα φαντάζουν λίγο γραφικά αυτά, γιατί έχουν ηρεμήσει τα πνεύματα και έχουμε όλοι ωριμάσει, αλλά εκείνη την εποχή υπήρχε αυτό το θέμα της gay «αυτολογοκρισίας» για το τι μπορεί ή δεν μπορεί να ειπωθεί από μια λεσβία ή από έναν gay. Αισχρολογίες, φαντασιώσεις αποδεκτές και μη αποδεκτές, πώς διεκδικείς την ταυτότητά σου, όλα αυτά είχαν βγει από τις αγγλοσαξονικές χώρες και είχαν στην βάση τους μια δόση πουριτανισμού, αυτό το politically correct που έμπαινε μπροστά από κάθε διεκδίκηση την ίδια στιγμή που το ίδιο το gay κίνημα προσπαθούσε και πέρναγε μια απίστευτα θετική εικόνα προς τα έξω. Η αναγέννηση του γκέι κινήματος στα τέλη του ΄60 ήταν ένα κοσμογονικό γεγονός. Σιγά, σιγά όμως άρχισε να μπαίνει ένας πουριτανισμός μέσα του, μια πλαστικότητα και νομίζω ότι το queer cinema ήθελε να δει την κατάσταση με άλλη ματιά, πιο επαναστατική, πιο ουσιαστικά ανατρεπτική και αυτό το queer κίνημα προήλθε από μια γενιά που δεν είχε πλέον το πρόβλημα να είναι γκέι αλλα είχε αλλα πιο υπαρξιακά προβλήματα. Ήταν μια άλλη γενιά που είχε μεγαλώσει το ‘80 ή το ‘90 και είχε σαν δεδομένο ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα, Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Λονδίνο υπήρχε και βασίλευε η γκέι υποκουλτούρα και δε διεκδικούσε πια με τον ίδιο τρόπο αυτονόητα gay δικαιώματα αλλά είχε πάει δύο ή τρία βήματα παραπέρα. Το Caught Looking εντάσσεται μέσα σε αυτό. Ήταν αρκετά εικονοκλαστική η παρέμβαση του Caught Looking εκείνη την εποχή, δηλαδή το αν αποδεχτείς και να μιλήσεις για την μοναξιά των γκέι εκείνη την εποχή ήταν ταμπού. Το να αποδεχτείς το στείρο πολλές φορές της ίδιας της επιθυμίας σου ήταν τελείως απαράδεκτο, γιατί για χρόνια πολεμούσαμε να πούμε ότι το γκέι είναι ωραίο, το γκέι είναι ευχάριστο, απελευθερωμένο, σωτήρια λύση για πολλούς και να αυτή είναι η θετική πλευρά της ζωής. Το να μιλήσεις ανοιχτά και να αποδεχτείς όμως τη μελαγχολική πλευρά και το αδιέξοδο της πορνογραφίας και το αδιέξοδο της ίδιας της επιθυμίας σου ακόμα και το ότι είσαι εγκλωβισμένος σε πολλές επιθυμίες ακόμα και σύγχρονες μοντέρνες και έστω και απελευθερωμένες, αυτό δε σημαίνει και δεν αποδείκνυε ότι η ζωή σου θα ήταν ιδιαίτερα καλύτερη. Το queer κίνημα προσπαθούσε να εντάξει μέσα σε μια πολιτική δράση και διάφορα υπαρξιακά διλήμματα και μέσα από το γκέι να δει αυτά τα υπαρξιακά διλήμματα. Και να τα αποδεχτεί με θάρρος. Να πει ότι δεν είναι όλα ρόδινα αλλα ότι υπάρχει μια μελαγχολική διάσταση. Είχαμε όλοι βαρεθεί αυτό το απόλυτα στρατευμένο και το right on και το politically correct και το είμαι χαρούμενος, και θα διεκδικήσω και συνεχώς η ζωή μου και θα γίνει καλύτερη, πράγμα που σωστά διεκδίκησε το πολιτικό κίνημα βεβαίως αλλα στο εσωτερικό της gay σκηνής είχανε αρχίσει να μπαίνουν και άλλα ερωτήματα πέρα από την βιτρίνα της gay ταυτότητας.

Πώς υποδέχτηκε ο κόσμος την ταινία στην Αγγλία;
 
Η ταινία γυρίστηκε για τη σειρά OUT του Channel 4 στη βρετανική τηλεόραση, μια σειρά που πρόβαλλε ενημερωτικά βοξ -ποπ ντοκιμαντέρ για γκέι και λεσβιακά θέματα επικαιρότητας. Όταν προβλήθηκε δέχτηκε ρεκόρ τηλεφωνημάτων. Ενώ ήταν να παιχτεί στις 9 το βράδυ, παίχτηκε στις 11. Στην Ελλάδα δε θα παιχτεί ποτέ αυτή η ταινία στην τηλεόραση γιατί η εκκλησία και διάφοροι πολιτικοί θα πάθουν κρίση. Είχε τεράστια τηλεθέαση και υπήρχε μια χιονοστιβάδα τηλεφωνημάτων, τα μισά από τα οποία ήταν θετικά,  και έλεγαν ότι ήταν πολύ ωραία δοσμένο το θέμα, και άλλα που ζητούσαν το δημόσιο μαστίγωμα του σκηνοθέτη για μια τέτοια άθλια, πορνογραφική δουλειά και πώς τολμάτε να δείξετε τέτοια πράγματα, κάτι που είναι παρόμοιο με μια αντίδραση που θα βλέπαμε πιο πολύ στην Ελλάδα.Αλλά ήταν απίστευτα έντονα τηλεφωνήματα και από τις δυο πλευρές. Διάβασα μάλιστα και τη λίστα με τα τηλεφωνήματα γιατί μαγνητοφωνούντε και μου τα εκτύπωσαν και ήταν συγκλονιστικό. Ήταν μια παραγωγή που έγινε και χρηματοδοτήθηκε από τη βρετανική τηλεόραση και να σημειωθεί ότι ήταν πριν από 14 χρόνια. Ήταν η λιγότερη συμβατική ταινία της σειράς και έδειχνε μια ωριμότητα μιας κουλτούρας και το πόσο έτοιμη ήταν να δεχθεί διάφορα θέματα σε ένα τόσο δημόσιο μέσο.

Υπάρχει διαφορά μεταξύ στρέιτ τσόντας και γκέι τσόντας;

Από τις τσόντες που βλέπω μου αρέσουν περισσότερο οι στρέιτ τσόντες. Στο ΣΤΑΡ σινεμά, όπου πηγαίνω πολλές φορές, κάτω έχουν τις ετεροφυλοφιλικές τσόντες με αυτό το λίγο πιο ντεκαντάνς σκηνικό και το κοινό είναι Κούρδοι και αδερφές, νέες και παλιές που κάνουν ψωνιστήρι, και πάνω στον εξώστη έχει οθόνες με γκέι βίντεο. Πάνω είναι πολύ πιο ξενέρωτη η κατάσταση. Τα αγόρια που τις βλέπουν είναι ωραία αλλά οι τσόντες είναι άθλιες. Η γκέι τσόντα έχει να κάνει πιο πολύ με το ναρκισσισμό, "κοίτα τι ωραίο αγόρι είμαι". Η στρέιτ τσόντα έχει ένα άλλο ενδιαφέρον γιατί έχει να κάνει με εξουσία, πάει σε άλλα όρια και για τη γυναίκα και για τον άντρα. Στην στρειτ τσόντα σχεδόν ποτέ δεν βλέπεις το πρόσωπο του άντρα. Η τσόντα αυτή δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το κορμί του άντρα, όπως στην γκέι τσόντα, η στρέιτ τσόντα είναι καθαρά το γαμήσι, η σαρκική πράξη, που ενδιαφέρει. Το γκέι πορνό έχει μια τεράστια δόση ναρκισσισμού με τα άψογα σώματα, πράγμα που έμενα ώς ένα σημείο με αλλοτριώνει. Η στρέιτ τσόντα απευθύνεται κυρίως σε άντρες. Για φαντάσου ένας φαλακρός μεσήλικας που βλέπει μια τσόντα με ένα απίστευτο τεκνό το οποίο έχει ένα τεραστιο πέος και γαμάει την γκόμενα, δεν θα τον κομπλάρει αντί να τον ερεθίσει; Ο μεσήλικας θεατής κάνει άμεση σύγκριση και την χάνει, ενώ ουσιαστικά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να δει σκέτο το πέος να ξεσκίζει μια γυναίκα, να την εξουσιάζει και εκεί ερχεται ο ερεθισμός. Στην γκέι τσόντα ο γκέι θεατής ταυτίζεται και με τα δύο αγόρια. Σε παραπέμπει όχι τόσο πολύ στη σαρκική πράξη αλλά σε μια κατάσταση, σε μια φαντασίωση που δεν είναι μόνο πορνογραφική αλλά και ερωτική και δείχνει και τον γκόμενο που θα ήθελες να έχεις σπιτώσει και να τον έχεις κλειδώσει στο δωμάτιο και να τον βγάζεις όταν χρειάζεσαι μια εξυπηρέτηση. Υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση όσον αφορά γκέι και στρέιτ ταινίες. Οι στρέιτ είναι πιο άμεσες, πιο ειλικρινείς. Επίσης οι γκέι ταινίες έχουν σταρ πρωταγωνιστές, όπως ο Τζεφ Στράικερ που φημιζόταν για το πέος του. Μπορεί και στις στρέιτ τσόντες να γίνεται αυτό αλλά στις στρειτ τσόντες επικεντρώνονται κυρίως πανω στις γυναίκες που σπάνια θεοποιούν και αποδίδουν τα σκήπτρα, αντίθετα υποτάσσουν και εξουσιάζουν και χρησιμοποιούν και ακριβώς μέσα από αυτό έρχεται ο ερεθισμός του θεατή.Στις γκέι τσόντες ακόμα και αν προσπαθήσουν να επιβάλουν μια ανισότητα ρόλων και να δομήσουν μια σκηνή εξουσίας δεν φτάνουν σε αποτελέσματα πραγματικής ταπείνωσης. Το πορνό συνολικά έχει να κάνει όχι μόνο με τη σαρκική πράξη αλλά και με την κοινωνική και φυλετική ανισότητα μέσα στο ίδιο το κάδρο όπου κάποιος εξουσιάζει κάποιον άλλο ή κάποια άλλη. Και κακά τα ψέματα, νομίζω ότι εκεί ακριβώς έρχεται ο ερεθισμός, δεν είναι μονάχα η πράξη, η διείσδυση. Στην γκέι τσόντα, ο ναρκισσισμός και των δύο, ο ναρκισσισμός του επιβήτορα είναι τόσο τεχνητός και ψεύτικος και δεν μπορεί να δημιουργήσει τόση μεγάλη «ανισότητα». Αν όμως γύριζαν μια ταινία και πήγαιναν μια «αδερφή» και την έριχναν σε μια φαβέλα του Σάο Πάολο και την ξεσκίζανε πραγματικά τεκνά, εξαγριωμένα και εξαθλιωμένα, νομίζω ότι θα έκανε χρυσή επιτυχία μια τέτοια ταινία. Αυτό είναι το παράδοξο και το αντιφατικό. Δεν το βρίσκω ιδιαίτερα απελευθερωτικό αλλά έχει μια ειλικρίνεια η τσόντα γιατί διαπραγματεύεται την πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας που έχει να κάνει με εξουσία, με καταπίεση, με αναστολές και το παράδοξο είναι ότι βλέπουμε απελευθρωμένα τη σεξουαλική πράξη για την οποία πρέπει να ντρεπόμαστε και όλα αυτά τα κουραφέξαλα, τα οποία αποδόμησε πολύ ωραία ο Φουκώ. Υποτίθεται ότι η πορνογραφία σπάει τα ταμπού της λογοκρισίας, πράγμα που είναι βλακεία, γιατί δεν υπήρχε ποτέ ουσιαστική λογοκρισία, η τσόντα πάντοτε υπήρχε στη ζωγραφική, στη φωτογραφία και στην ανθρώπινη ιστορία. Η σάρκα πάντοτε είχε γραφή. Αλλά αυτό που καταγράφει πέρα από τη σεξουαλική πράξη, είναι η εξουσία. Το να εξουσιάζει κάποιος κάποια ή κάποια κάποιον από εκεί έρχεται ο ερεθισμός, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Ακόμα και η θεατρική αναπαράσταση της βίας μέσα στην τσόντα, δηλαδή η αναπαράστασή της μέσα σε κάπως αποδεκτά κοινωνικά πλαίσια, η βία που δεν εξελίσσεται σε θάνατο αλλά σε ηδονή, η βία όπως και η βία στο θέατρο ή και στον κινηματογράφο, αυτή η βία μέσα στο κάδρο της ταινίας, είναι αυτή που ερεθίζει το θεατή. Κακά τα ψέματα. Η υποδούλωση, η ταπείνωση, γιατί αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αν και μπορεί να ακούγεται λίγο μεταφυσικό αυτό. Το κτηνώδες δεν έχει να κάνει με ένα πρωτόλειο βιολογικό επίπεδο. Η σεξουαλικότητά μας είναι ένα προϊόν απεριόριστης φαντασίας. Δεν έχει τίποτα να κάνει με το φυσιολογικό ή το νατουραλιστικό. Δεν είναι κάτι που θα υπερνικήσει ο πολιτισμός αλλά κάτι που γεννιέται από τον πολιτισμό. Αυτό δεν είναι αισιόδοξο, αλλά είναι μια ειλικρινής παραδοχή.

Πώς ξεκίνησες να σκηνοθετείς;
 
Κατά λάθος. Νομίζω ότι κάποια εσωτερική ανάγκη θα είχα για να πάρω μια σούπερ 8 και να φωτογραφίζω. Και ήταν ένας πολύ ωραίος τρόπος αυτοψυχανάλυσης. Οι πρώτες ταινίες μου είχαν να κάνουν καθαρά με τη σεξουαλικότητά μου, την γκέι θεματογραφία, την απεικόνιση της ίδιας της επιθυμίας μου και τον προβληματισμό γύρω από την επιθυμία μου, κάτι για το οποίο τώρα χαμογελάω.

Τώρα σε απασχολούν οι άλλες σου ταυτότητες;
 
Δε θα ήθελα να αυτοκαθοριστώ και να εκγκλωβιστώ ως γκέι σκηνοθέτης. Έχω και άλλα ενδιαφέροντα, άλλες εμμονές, άλλα πράγματα.

Πως σου φαίνεται το υπόλοιπο programming του φεστιβάλ ;

Άριστο και για αυτό συμμετέχω κιόλας. Με εξέπληξε απόλυτα θετικά και νομίζω ότι χρωστάτε πολλά συγχαρητήρια στον επιμελητή του programming Jurgen Bruning.

*Η συνέντευξη δόθηκε στην Μ. Γ. στα πλαίσια του 1st Gay & Lesbian Pornographic Art Film Festival. Επιμέλεια Μαρία Cyber*

Αποδοχή
Χρησιμοποιώντας τη σελίδα αυτή, συναινείτε στη χρήση cookies. Περισσότερα...