ΒΑΛΜΠΟΝΑ: ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ & ΤΟ ΘΑΥΜΑ

Κείμενο: ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Φωτογραφίες: Jonnek Jonnekson

Έψιλον, Κ.Ε. 17 / 05/ 2009

"Βαλμπόνα λένε ένα ποτάμι στη Νότιο Αλβανία. Στους γονείς μου άρεσαν πολύ τα ποτάμια, γι' αυτό με βάφτισαν έτσι". Έχει μόλις βγει από την εντατική και γιορτάζουμε μαζί τα γενέθλιά της. Γεννήθηκε πριν από 29 χρόνια σε ένα μικρό χωριό λίγο έξω από τα Τίραννα. "Βλέπεις; Μπορώ να τα κουνήσω όλα. Δεν είναι θαύμα;" Τα δάχτυλά της είναι ό,τι περισσεύει από το κορμί της έξω από το γύψο. Όλο το άλλο σώμα της είναι μπανταρισμένο, στηρίζεται σε καρφιά. Ο πρώην σύζυγός της έκοψε όλα τα άκρα της Βαλμπόνα με ένα πριόνι στις αρχές Απριλίου. Τότε τα ΜΜΕ ούρλιαζαν για "το φρικιαστικό έγκλημα στην Καλαμάτα", "το ανθρωπόμορφο τέρας", "τον Αλβανό φονιά". Τώρα επικρατεί απόλυτη ησυχία, εκκωφαντική σιωπή. Λες και το έγκλημα αυτό είναι μια απολύτως ιδιωτική υπόθεση. Ένας παράφορος έρωτας, μια υπόθεση τιμής, ολίγη από ξενοφοβία (λες και δεν έχουν πετσοκόψει Έλληνες τις γυναίκες τους) και καθαρίσαμε με τη Βαλμπόνα.

Γιατροί και νοσοκόμες μπαινοβγαίνουν συνεχώς στο δωμάτιό της. Είναι κάποιοι από τους ελάχιστους ανθρώπους που την επισκέπτονται. Επάνω στο κορμί της συνυπάρχουν το τραύμα και το θαύμα. Επί 9 ώρες δυο νευροχειρουργοί προσπαθούσαν να συγκολλήσουν αγγεία, νεύρα και κόκκαλα που είχαν όλα σμπαριαλιαστεί μέσα σε 10 μόλις λεπτά. Οι γιατροί του ΚΑΤ είναι δικαίως περήφανοι: της έχουν συγκολλήσει όλα της τα μέλη, αλλά δεν ξέρουν αν και πώς και πότε θα λειτουργήσουν. "Θα μπορούσα να είχα μείνει κούτσουρο, με έκαναν άνθρωπο ξανά", λέει η Βαλμπόνα καθώς αναδεύεται επάνω στα μαξιλάρια.

"Ξέρεις ότι μια γυναίκα πέθανε σήμερα από το ξύλο;", με ρωτάει, ενώ η τηλεόραση παίζει σε τρέιλερ κι αυτή την τραγωδία που θα μεταδοθεί στο δελτίο των 8. Υπάρχει ένα έθιμο στα χωριά της Αλβανίας και θέλω να μάθω αν το ακολούθησε κι η δική της οικογένεια όταν η Βαλμπόνα ντύθηκε νύφη. Ο πατέρας του κοριτσιού κάνει δώρο στο γαμπρό μια σφαίρα. Αν η γυναίκα του τον ατιμάσει, τότε ο ίδιος της ο πατέρας δίνει δικαίωμα στον σύζυγο να την σκοτώσει. "Το ξέρω το έθιμο, αλλά ο δικός μου ο πατέρας δεν το ακολούθησε. Ο πατέρας μου δεν έδερνε τη μητέρα μου πολύ. Λίγο μόνο και μόνο αν έπρεπε". Τι εννοείς "αν έπρεπε; "Έ, να αν είχε κάνει κάτι πολύ κακό η μητέρα μου. Αλλά αυτά δεν γίνονται μόνο στην Αλβανία. Η γυναίκα που πέθανε από ξύλο σήμερα ήταν Ελληνίδα κι όχι από χωριό, από την πόλη".

Η βία κατά των γυναικών είναι το πιο διαδεδομένο έγκλημα στον κόσμο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Παγκόσμια Τράπεζα και η ΕΕ υπολογίζουν πως μία στις τρεις γυναίκες στον κόσμο έχει πέσει θύμα βίας τουλάχιστον μία φορά στη ζωή της. Και όλες μας κινδυνεύουμε πολύ περισσότερο να πεθάνουμε από κακοποίηση παρά από καρκίνο ή τροχαίο ατύχημα.

Υπάρχουν πολλοί μύθοι γύρω από τις γυναίκες που κακοποιούνται. Μύθοι που αφορούν τα ίδια τα θύματα και μύθοι που αφορούν τους θύτες. Οι μύθοι και τα στερέοτυπα είναι καλά πράγματα: μας βοηθούν να πέσουμε όλοι για ύπνο εφησυχασμένοι. Μέχρι το πρωί που ξυπνάμε με τρόπο τραγικό. Ο μύθος λοιπόν θέλει τους άντρες που δέρνουν αλκοολικούς, αμόρφωτους, άνεργους, κρετίνους. Και τις γυναίκες φτωχές, εξαρτημένες, αμόρφωτες. Κανένας από τους καθησυχαστικούς μας μύθους δεν ισχύει. Ηλικίας 31-50 ετών, έγγαμη, μορφωμένη και σε καλή οικονομική κατάσταση. Αυτό είναι το προφίλ της γυναίκας που πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Ισότητας. Περισσότεροι από τους μισούς δράστες είναι δευτεροβάθμιας ή ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ μόνο ένας στους δέκα είναι άνεργος και κατά 62% δεν κάνουν χρήση αλκοόλ ή άλλων ουσιών.

Φυσικά, όλες οι στατιστικές βασίζονται σε μαρτυρίες θυμάτων που έχουν καταγγείλει την κακοποίησή τους. Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, το θύμα δεν καταγγέλλει. Εκτός από τον φόβο που γίνεται τρόμος και το παραλύει, νιώθει ντροπή. Ντροπή που τρώει ξύλο, ντροπή που η οικογένειά της έχει πρόβλημα, ντροπή για τον άντρα της και ντροπή για τον εαυτό της. Τα περισσότερα θύματα που ζουν σε έναν κύκλο βίας ενοχοποιούν τον εαυτό τους: αυτές οι γυναίκες πιστεύουν ότι για κάποιον λόγο φταίνε οι ίδιες για ό,τι τους συμβαίνει. Δεν ήταν αρκετά «κάτι»: καλές, γλυκές, νοικοκυρές, σέξυ... Και για αυτό τους αξίζει που τρώνε ξύλο.

Κάπως έτσι τα επείγοντα περιστατικά των νοσοκομείων γεμίζουν από γυναίκες που ένα απρόσεχτο ντουλάπι έπεσε πάνω στο μάτι τους ή μια άτακτη σκάλα κουνήθηκε όταν δεν έπρεπε. Τέτοιες συναντήσεις με σκανταλιάρικα αντικείμενα είχε πολλές η Βαλμπόνα από την αρχή σχεδόν του γάμου της. "Ήμουν 15 χρονών όταν τον γνώρισα. Στο χωριό δεν είχε τρεχούμενο νερό και πηγαίναμε όλες στη βρύση. Περνούσα κάθε

μέρα έξω από το σπίτι του. Ερωτευτήκαμε κι οι δυο αμέσως -ήταν πολύ πολύ όμορφος. Οι γονείς μου δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για γάμο. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ με έκλεψε".

Είναι παράξενο πως γλυκαίνει το πρόσωπό της όταν μιλάει για τον παρολίγο φονιά της. Αλλά μάλλον δεν είναι η ανάμνηση εκείνου που την γλυκαίνει, αλλά η εικόνα του ίδιου της του κοριτσίστικου εαυτού, τόσο νέου και τόσο ερωτευμένου και τόσο αισιόδοξου πως την περιμένει μια μακριά και συναρπαστική ζωή. "Ο Θεοφάνης ήταν ο νταής του χωριού. Τσαμπουκάς και βαρύς, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Ήταν όμως καλός άνθρωπος, αν κάποιος πείραζε γέρους ή γυναίκες, αμέσως τους υπερασπιζόταν". Η Βαλμπόνα ήταν πολύ περήφανη για τον άντρα της. Σε δυο χρόνια, στα 17 της μόλις, του γέννησε τον πρώτο γιό. "Τον έκανα σπίτι, ολομόναχη".

Όταν ξέσπασε η λαϊκή εξέγερση μετά την κατάρρευση των "πυραμίδων" το '97 στην Αλβανία, το νεαρό ζευγάρι αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα για δουλειά. Η ιστορία τους είναι τυπική για τους Αλβανούς μετανάστες της εποχής. Κουτσουρεμένα μεροκάματα, βρισίδια, απειλές. Όμως είναι νέοι κι ερωτευμένοι. Και κάνουν κι ένα δεύτερο γιό. Η Βαλμπόνα επιστρέφει στο χωριό τους, τον γεννάει και τον αφήνει κι αυτόν στην πεθερά της. Τα παιδιά, όπως πάμπολλα παιδιά μεταναστών, μεγαλώνουν χωρίς γονείς. Πολλές φορές το ζευγάρι χωρίζει, γιατί δουλεύουν σε διαφορετικά μέρη της Ελλάδας. Μαζεύουν πορτοκάλια, σκάβουν χωράφια, κάνουν γενικώς ό,τι αποφεύγουν να κάνουν οι ντόπιοι. Όταν τα χρήματα δεν είναι αρκετά ή όταν εκείνος δεν είναι ευχαριστημένος για κάποιο λόγο, την χτυπάει. "Ναι, αλλά δεν μου φαινόταν κακό. Δεν με έδερνε και βαριά κι άλλωστε έτσι είχαμε μάθει εμείς. Ο άντρας είναι το αφεντικό στο σπίτι του".

Οπότε κάποια στιγμή το αφεντικό έχει "μια καταπληκτική ιδέα που θα σε ξεκουράσει, αγάπη μου, που τρως τα χεράκια σου στις λάσπες". Με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία και στρατηγική που ψήνει κάθε νταβατζής την πουτάνα το

υ στις ταινίες του Παζολίνι, την έψησε ο Θεοφάνης. Με το ίδιο ακριβώς όνειρο μιας καλοβαλμένης μικροαστικής ζωής, η Βαλμπόνα πήγε στα μπαρ. Πάντα ίδιος ο "νταβατζής", πάντα ίδια η "πόρνη" του.

"Δεν χρειαζόταν να κάνω πολλά. Οι άντρες πίνουν το ένα ποτό μετά το άλλο, το μαγαζί τα χρεώνει 40 ευρώ -τα μισά ήταν δικά μου". Μεγαλόπολη, Τρίπολη, Ρόδος, η Βαλμπόνα γυρίζει από πόλη σε πόλη και μαζεύει ίσα με 200 ευρώ την ημέρα. Τα οποία, σαν καλό κορίστι, καταθέτει στον οικογενειακό τραπεζικό λογαριασμό. Η επιχείρηση πάει καλά. Η μικρή είναι ξύπνια, γλυκιά, χαριτωμένη και τα πελατάκια την αναζητούν. Μέχρι που ένα βράδυ, σε ένα μπαρ της Μεγαλόπολης, πέρσυ το φθινόπωρο γνωρίζει τον Δημήτρη. "Δεν ήταν η εμφάνισή του που με τράβηξε ούτε είχε πολλά λεφτά. Αλλά μου μιλούσε διαφορετικά από τους άλλους, ήθελε να με γνωρίσει στ' αλήθεια".

Ο Δημήτρης πήγε και ξαναπήγε στο μπαρ για να την βρει. Και την ερωτεύτηκε τόσο που ζήτησε διαζύγιο από τη γυναίκα του και της ζήτησε να σταματήσει τη δουλειά, να πάρει διαζύγιο κι εκείνη και να τον παντρευτεί. Κι εκεί άρχισαν τα δύσκολα. Η οικογενειακή επιχείρηση κατάρρευσε και το κορίτσι... ατίμασε τον σύζυγο. Ανάμεσα σε δυο άντρες που την διεκδικούσαν, η Βαλμπόνα άρχισε να ζει σε μια φυλακή χωρίς κάγκελα, με συνεχή όμως έλεγχο, τιμωρία και ποινές. Ο σύζυγος να την ψάχνει, να της ζητάει να αλλάζει κανάλια στην τηλεόραση για να τα ακούει και να βεβαιώνεται

πως είναι σπίτι της. Ο εραστής να απαιτεί όλες οι συνομιλίες με τον σύζυγο να γίνονται σε ανοιχτή ακρόαση. Πολύ σύντομα οι δύο αντίζηλοι θα αρχίσουν τις άμεσες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.

Στα μέσα Φλεβάρη η Βαλμπόνα θα ανέβει στη Βέροια όπου ζούσε ο πρώην σύζυγός της για να του ανακοινώσει κι επισήμως το τέλος της σχέσης τους. Εκείνος θα την κρατήσει κλειδωμένη στο σπίτι, θα την ξυλοφορτώσει και μετά, με μπλαβιασμένο πρόσωπο, θα την στείλει πίσω στον εραστή της. Από τότε γίνονται συνεχή επεισόδια μεταξύ των δυο ανδρών, όπου ο εραστής προσπαθεί να βρει δουλειά στο σύζυγο, προσπαθούν να συμφιλιωθούν για χάρη των παιδιών κι όλο δεν τα καταφέρνουν. Μέχρι που στις αρχές Απριλίου ο πρώην σύζυγος κατεβαίνει στην Καλαμάτα με τα δυο αγόρια για να δουν τη μητέρα τους.

Ο Δημήτρης φεύγει από το σπίτι όπου συζούσαν με την Βαλμπόνα έτσι ώστε να φιλοξενηθούν σε αυτό ο πρώην και τα δυο παιδιά της. Οι δυο γονείς τσακώνονται συνεχώς. Την τρίτη ημέρα των διακοπών, η Βαλμπόνα μετακομίζει στο σπίτι όπου φιλοξενείται ο Δημήτρης, στον 6ο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας. Κατεβαίνει στο διαμέρισμα του 3ου για να μαγειρέψει, να συγυρίσει και να δει τα παιδιά της. "Τις τρεις τελευταίες ημέρες πριν την επίθεση είχε ηρεμήσει πολύ μαζί μου, μέχρι που με ρώταγε αν θέλω να μου αγοράσει ρούχα στα μαγαζιά". Αργότερα η Ασφάλεια ανακάλυψε ότι τότε ακριβώς ο Θεοφάνης αγόρασε από μαγαζί της Καλαμάτας σκοινί, ένα σπαθί σαμουράι κι ένα αλυσοπρίονο.

"Ήταν μεσημέρι κι είχε στείλει τα παιδιά βόλτα. Με φώναξε στο διαμέρισμα. Είχε κλείσει όλα τα παντζούρια. Μου είπε να πάω στο μπάνιο και να τον περιμένω. Περίμενα. Ήρθε μετά από λίγο, με άρπαξε από πίσω, με γονάτισε, μου κράταγε το στόμα κλειστό. Άρχισε να με χαρακώνει με μαχαίρι". Ο σύντροφός της ο Δημήτρης δεν έχει φύγει στιγμή από δίπλα της από εκείνη την ημέρα. Τραβάει την μπλούζα της Βαλμπόνα και μου δείχνει τα σημάδια. "Να, να εδώ την χαράκωσε κι εδώ. Κι εσύ; Εσύ τι καθόσουν σαν κοτούλα στο μπάνιο; Και μετά γιατί δεν έφυγες; Τι περίμενες ότι θα φέρει; Οινόπνευμα για να σε κάνει καλά; Και γιατί δεν του επιτέθηκες κι εσύ;" Ο Δημήτρης βομβαρδίζει την Βαλμπόνα με τα γιατί του, την μαστιγώνει καθημερινά. Γιατί δεν το σκέφτηκε. Γιατί δεν προστάτεψε τον εαυτό της. Γιατί ήταν έντρομη. "Όταν σταμάτησε να με χαρακώνει, μου είπε να μην κουνηθώ και να τον περιμένω. Νόμιζα πως έρχονται τα παιδιά μου κι άρχισα να πλένομαι με νερό για να μην με δουν σε αυτή την κατάσταση. Ύστερα μπήκε ο Θεοφάνης με το πριόνι".

Της έλεγε συχνά πως αν ποτέ τον αφήσει, θα της κόψει τα πόδια. Κι εκείνη τον έβρισκε τόσο χαριτωμένα ζηλιάρη. "Με έσπρωξε στην μπανιέρα. Κι άρχισε να κόβει". Επί δέκα ολόκληρα λεπτά η Βαλμπόνα βλέπει μόνο το χρώμα του αίματος που πετιέται παντού κι ακούει τον ήχο που κάνει το πριόνι και τα κόκκαλά της που σπάνε. "Μέχρι εδώ, φτάνει τώρα", της είπε εκείνος και την άφησε. Τα μέλη της κρέμονται πιά μόνο από το δέρμα.

Ο Θεοφάνης φεύγει. Για άλλα 10 λεπτά η Βαλμπόνα προσπαθεί να βγει από την μπανιέρα. Και τα καταφέρνει. Σέρνεται μέχρι την τραπεζαρία. Τραβάει με το στόμα το τραπεζομάντηλο και ρίχνει κάτω το κινητό της. Το ξεκλειδώνει με το πιγούνι. Τηλεφωνεί στον Δημήτρη κι εκείνος στέλνει την αστυνομία. Ο Θεόφιλος έχει αρχίσει να απομακρύνεται, αλλά βλέποντας το περιπολικό καταλαβαίνει πως οι αστυνομικοί πάνε στο σπίτι. Και παραδίνεται. Αστυνομικοί και δράστης μπαίνουν μέσα μαζί. "Και μετά, επειδή εγώ ήμουν μέσα στα αίματα, με έβαλαν στην αγκαλιά του Θεοφάνη για να με κατεβάσει με το ασανσέρ". Τα παιδιά εντωμεταξύ έχουν ήδη επιστρέψει και βλέπουν την αιμόφυρτη μαμά στην αγκαλιά του μπαμπά.

"Ένα βασικό ζητούμενο στην υπόθεση είναι να μη δαιμονοποιήσουμε τον δράστη", θα μας πει η Κλειώ Παπαπαντολέων, η δικηγόρος της Βαλμπόνα. "Τα ονομαζόμενα εγκλήματα τιμής ή πάθους, τα οποία είναι ιδιαιτέρως γνώριμα και στην ελληνική κοινωνία, αποτελούν μία ακραία πράξη άσκησης κυριαρχίας του συζύγου πάνω στη δήθεν «άπιστη σύζυγο». Η επικαλούμενη «απιστία», η «ανηθικότητα» της συζύγου (όπως παλαιότερα και της αδερφής ή της κόρης), η «εγκατάλειψη του συζύγου» και άλλες παρόμοιες αφορμές, που συγκροτούν την αιτία της τιμώρησης της γυναίκας, έμμεσα δικαιολογούν τελικά τις πράξεις του δράστη, φέρνοντας αυτόν στο προσκήνιο ως υποκείμενο μίας τραγικής ιστορίας ματαίωσης και προδοσίας. Δεν είναι εξ άλλου τυχαίο ότι τα ελληνικά δικαστήρια έχουν υπάρξει ιδιαιτέρως επιεική με τους δράστες τέτοιων εγκλημάτων. Η δε γυναίκα στις περιπτώσεις αυτές, όταν δεν εμφανίζεται ως «μοιραία» και άρα υπεύθυνη για αυτό που της συνέβη, θυματοποιείται σε ακραίο βαθμό, με αποτέλεσμα, και στις δύο περιπτώσεις, να χάνεται ως αυτόνομο υποκείμενο δράσης και ως εκ τούτου να αποσιωπάται η δική της αφήγηση των πραγμάτων. Πίσω από την επίκληση της «τιμής» ή του «πάθους», υπάρχει η βαθιά πεποίθηση της δικαιολογημένης κυριαρχίας πάνω στη γυναίκα και του καθολικού ελέγχου της στο όνομα του γάμου και της επαναφοράς στην οικογενειακή τάξη, όποια κι αν είναι αυτή".

Η Βαλμπόνα νοσηλεύεται στο ΚΑΤ. Τους επόμενους 5 μήνες της ζωής της θα βρίσκεται καθηλ
ωμένη στο ίδιο δωμάτιο. Χωρίς δουλειά, χωρίς αναπηρική σύνταξη, χωρίς αποκλειστικές νοσοκόμες, χωρίς φίλους. Ακούει τα παιδιά της στο τηλέφωνο. Ακούει και τον Θεοφάνη. Που τις πρώτες ημέρες την έπαιρνε για να την απειλήσει και τώρα της ζητά να τον συγχωρήσει. Γιατί... την αγαπούσε.


Αποδοχή
Χρησιμοποιώντας τη σελίδα αυτή, συναινείτε στη χρήση cookies. Περισσότερα...