Μετά τις διακοπές… οι εκλογές και η έκθεση της Λήδας

Επέστρεψα στο λιμάνι του Πειραιά που δυσκολεύει την ανάσα μου να κυλήσει ευχάριστα μέσα μου. Τι περίεργο, ακριβώς το ίδιο λιμάνι φαντάζει σαν ελευθερία όταν το πλοίο με παίρνει και με ταξιδεύει μακριά του, όπου έχω διαλέξει. Όταν όμως το πλοίο επιστρέφει είναι ακριβώς το ίδιο λιμάνι που δυσάρεστα μου θυμίζει ότι θα ξαναβρώ όλα εκείνα που ηθελημένα είχα αφήσει πίσω μου. Φαντάζει σαν να μην φταίει το λιμάνι αλλά η ζωή μου, την αφήνω για να βρω μια άλλη και καταλήγω να την ξαναβρώ πιο δύσκολη στην αποβάθρα του. Το λιμάνι του Πειραιά με κάνει να μπερδεύω την προσωρινή με την αληθινή ζωή μου, έτσι τις ονομάζω, αφού τους 11 μήνες υπάρχω και τον ένα μήνα ζω. Αγκυροβόλησε και με βρήκε στο κατάστρωμα αγουροξυπνημένη να μαζεύω τον υπνόσακό μου σαν το τελευταίο καβούκι από το οποίο έπρεπε να βγω για να ξαναντιμετωπίσω την ζωή μου στην πόλη. 
 
Χωρίς καφέ αυτή η πόλη φαίνεται ακόμα πιο άσχημη, ή μάλλον σε αυτήν την πόλη ο καφές είναι άσχημος γιατί είναι απαραίτητος, είναι η πρώτη υποχρεωτική κίνηση του πρωινού πριν σε βρει μια δύσκολη μέρα. Θυμάμαι τον καφέ στην παραλία ακόμα και το διαβολικό τσιγάρο, ούτε καν με άγχωνε η προειδοποίησή του στο πακέτο. Κοίταζα την απέραντη θάλασσα, την διέσχιζα με το πρωινό μου κολύμπι και μπορούσα να απολαύσω ακόμα και προειδοποιητικές αμαρτίες χωρίς ενοχές. Έφτασα, επέστρεψα, οδηγώ, παρκάρω, ξεφορτώνω, είμαι πίσω, τι μου έλειψε αναρωτιέμαι και δυσκολεύομαι να απαντήσω. Με ξεγελώ με καθαρά σεντόνια χωρίς άμμο, με Νύχτες Πρεμιέρας και αγαπημένα στέκια, με μπαρ και χειμωνιάτικες φατσούλες που κρυφά θα ήθελα να χώσω στο κρεβάτι μου. Όχι όμως για πολύ γιατί κάποιοι κορνάρουν από κάτω και ακούγονται ακόμα και μέσα από τα τζάμια του σπιτιού μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μου χαμογελώ, δεν μου έχει μείνει και κάτι καλύτερο να κάνω. Έτσι πάντα πίστευα, έτσι όλοι μας πιστεύουμε, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι καλύτερο, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας και πολλοί από εμάς εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στη θρησκεία, άλλοι στη γιόγκα, άλλοι στο ρέικι, άλλοι στην θετική ενέργεια και οι πιο ηλίθιοι από εμάς στις εκλογές.
 
Ήταν η πρώτη είδηση που έκλεψε την παράσταση. Στα αυτιά μου οι εκλογές ακούγονται κάπως σαν διακοπές (κακές διακοπές), στις εκλογές παγώνουν όλα, όχι βεβαίως οι λογαριασμοί, ούτε οι ευθύνες... Στην προεκλογική περίοδο, ακόμα και αν πρόκειται να χωρίσεις, σε παίρνει να πεις «κάτσε να δούμε ποιος θα βγει και χωρίζουμε μετά», άσχετο μεν, πιάνει δε. Όπως ακριβώς σε καίρια ποδοσφαιρικά ματς που δεν έχει καμία σημασία τι παράπονα έχεις, ούτε καν τι προβλήματα αφού το μόνο που ακούς σαν απάντηση είναι «κάτσε να δούμε το σκορ», έτσι είναι και οι εκλογές, κάτσε να δούμε ποιος θα βγει και μετά τα δρομολογούμε όλα, λες και όλοι οι Έλληνες είμαστε σε πόστο που θα σε μετακινήσουν ανάλογα με το αποτέλεσμα, λες και με τις εκλογές θα αλλάξει κάτι. Εμένα ο διαβήτης μου θα συνεχίσει να υπάρχει, το ΤΕΒΕ αδικαιολόγητα θα αυξάνει την δόση του, η δόση του δανείου θα είναι πάνω κάτω η ίδια, εσύ θα εξακολουθείς να μου σπας τα νεύρα και αυτή η πόλη θα γίνεται χειρότερη, γιατί λοιπόν να κάτσω να περιμένω το αποτέλεσμα.
 
Έτσι βρήκα την Αθήνα και κατά βάθος χάρηκα, με βόλεψε πολύ που την είδα παγωμένη να περιμένει τις εκλογές, μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ πώς θα δραπετεύσω μόνιμα αυτή τη φορά μακριά της. Αγκιστρώθηκα κι εγώ πίσω από την ατάκα «κάτσε να δούμε τι αποτέλεσμα θα βγει». Ακόμα και στους ξένους συνεργάτες μου τόλμησα δειλά να πω την ίδια ατάκα και έπιασε.
 
Άφησα το βαλτωμένο ρυθμό της προεκλογικής μάχης και συνέχισα τις διακοπές μου εδώ. Ενδιάμεσα αρνήθηκα και μια υποψηφιότητα να κατέβω στις εκλογές. Το φάντασμα της διαβητικής Γιαννάκου που της έκοψαν το πόδι ακόμα με τρομάζει. Πολιτική ή Υγεία φωνάζει η συνείδησή μου και εγώ ακόμα έχω φρέσκια την προσωρινή ζωή μου στη φύση, που θέλω να την κάνω μόνιμη, εκείνη τη ζωή των διακοπών, του κώλου που από το κολύμπι δεν κρέμεται, της καρδιάς που δεν λαχανιάζει, του ζάχαρου που δεν ανεβαίνει, του γέλιου που δεν κόβεται από ένα χτύπο επαγγελματικού κινητού, της ζωής όπου το μπριάμ μου είναι καλύτερο από τα γκουρμέ εστιατόρια, οι μυς μου είναι καλύτεροι από του John Wanders, η αγάπη μου είναι επιτέλους τρυφερή δίπλα στην θάλασσα και τα ανίψια μου δεν τα πειράζει αν είμαι αγόρι ή κοπέλα απλά ουρλιάζουν να τους κάνω το «καράβι» (δικό μας αυτοσχέδιο παιχνίδι που επιπλέον μου ρίχνει και το ζάχαρο). Και αν σκεφτείς ότι πέρσι στην παραλία ήταν και ο Στέλιος μαζί με τα παιδιά του και την γυναίκα του, ο οποίος απλά ένα πρωί λίγο πριν φύγουμε διακοπές δεν υπήρχε, πέθανε πάνω στη σιχαμένη Πειραιώς με τη μηχανή του, αυτό έκανε τις φετινές μας διακοπές να τις φλερτάρουμε για μονιμοποίηση.
 
Ξεκίνησα την Αθήνα μου σαν τουρίστας της, ανέβηκα για πρώτη φορά μέχρι το τέρμα της Ακρόπολης και χάζεψα την πόλη από εκεί πάνω, πήρα μια βαθιά ανάσα, καύσιμο αρχαίας σοφής ενέργειας, για να συνεχίσω μέσα στους ομηρικούς μύθους και τους δώδεκα θεούς. Φωτογραφήθηκα σαν την αγαπημένη Μελίνα στα προπύλαια της αρχαίας πόλης μου και βούτηξα με πάθος στην Ιερά Οδό της, πέρασα την Χαλυβουργική και έφτασα στον ιερό τόπο της Ελευσίνας. Η διαδρομή ήταν για πρώτη φορά το αληθινό βίωμα του βίντεο της Λίζης Καλλιγά, με τα χιλιόμετρα σπονδής για τα Ελευσίνια Mυστήρια των τότε Αθηναίων, ένα βίντεο περσινής έκθεσης που ποτέ δεν αξιώθηκα να μνημονεύσω, ήρθε τώρα σαν διαλογισμός στο ταξίδι μου για την Ελευσίνα. Οι πινακίδες οι φωτεινές, οι σηματοδότες, η κίνηση, η πόλη η σημερινή, δεν φάνταζε όπως χιλιάδες φόρες την έχω οδηγήσει. Ήμουν πάνω στην Ιερά Οδό και την διέσχιζα, μέσα σε μια μύηση ακολουθώντας εκείνη την διαδρομή όπως την είχα βιώσει στην σκοτεινή αίθουσα της Ελευσίνας (Λίζυ Καλλιγά, Όσα έρχονται στο φως, Ελευσίνα, 2008).
 
Φτάνω, παρκάρω και με περιέργεια ετοιμαζόμουν να δω την καινούργια έκθεση της Λήδας Παπακωνσταντίνου. Δεν είχα ξαναδεί δουλειά της, ούτε προσωπικά την ήξερα καλά, ένα και μοναδικό βράδυ είχα περάσει μαζί της και ανακαλύψαμε με πρωτοχρονιάτικα γέλια ότι μοιραζόμαστε την ίδια φεμινίστρια γυναικολόγο. Τότε είχαμε μπει στις μνήμες της οδού Σίνα και της Μασσαλίας, είχαμε μιλήσει για το Βιβλιοπωλείο των Γυναικών, την Ελένη Παμπούκη και η βραδιά με είχε βρει χαρούμενη στις Σπέτσες, τη μόνιμη κατοικία της Λήδας. Τώρα ανυπομονούσα να αντικρύσω το έργο της που θα την σκιαγραφούσε καλύτερα στο μυαλό μου. Γυναίκα, εικαστικός, φεμινίστρια και δυνατή, έτσι την είχα θαυμάσει εκείνο το βράδυ για τις μάχες της ζωής της. Τώρα θα έβλεπα την δημιουργία της.
 
Ένα βήμα πριν ξεναγηθώ στην καινούργια της εικαστική δουλειά, με τίτλο «Για πάντα» στο παλαιό Ελαιουργείο της Ελευσίνας, στα πλαίσια των Αισχύλειων 2009, φτάνει στα χέρια μου ένας χάρτης μιας σπασμένης αλφαβήτου που ξεκινά ομαλά Α Β Γ Δ Ε Ζ Κ Λ και μετά πετάει κατευθείαν στο Ω. Δεν το κατάλαβα αμέσως.
 
Έψαχνα το κτίριο της έκθεσης και μου πήρε λίγο χρόνο για να αντιληφτώ ότι όλα τα κτίρια μαρτυρούν την έκθεση, χαμογέλασα μέσα μου με ικανοποίηση, ακόμα μια διαδρομή με περίμενε να την ανακαλύψω. Κοίταξα τον χάρτη και όρμησα στο Α. Το βλέμμα μου έψαχνε να βρει την δημιουργία. Τα μάτια μου γέμισαν γκρεμισμένους τοίχους και τα αυτιά οραματίζονταν μια παιδική χαρά. Ίσως είναι η ξέγνοιαστη στιγμή της Περσεφόνης που παίζει με τις φίλες της πριν βρεθεί στον Άδη, ίσως τα παιδικά μου χρόνια. Κάθισα αρκετά, με τα μάτια σχεδόν κλειστά αφού η ψυχή μου είχε αρχίσει να βλέπει. Το μυαλό μου έπλαθε μπερδεμένες εικόνες, παιδική χαρά που προμηνύει φόβο, τα δικά μου περίεργα παιδικά χρόνια ή τα παιδικά χρόνια των ανηλίκων μεταναστών μέσα στις αυλές των ασύλων. Δεν ήταν μακριά η θύμηση από το λιμάνι της Μυτιλήνης και τις προσαγωγές φτωχών σκούρων αγοριών στα χέρια των ΜΑΤ. Όλα πέρασαν από το μυαλό μου όσο εκείνο καθάριζε την πόλη από πάνω του και γύρναγε βαθιά μέσα του, εκεί σχεδόν στα σκοτάδια, με μόνο βοηθό τους ήχους. Με αφετηρία το μύθο της Δήμητρας και της Περσεφόνης, έλεγε η έκθεση. Με αφετηρία το Α ήσουν έτοιμη να ξεκινήσεις για να βιώσεις όλο τον μύθο ή να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δικούς σου μύθους ή και φόβους.
 
Ψάχνοντας το Β συνέχιζες την πορεία σου, κάθε κτίριο σε καλούσε να ανακαλύψεις κάτι από εσένα, αν ήθελες να το δεις, ή κάτι σε πρώτη ανάγνωση από τον μύθο. Δεν θέλω να σας πάω ούτε στο Γ ούτε στο Κ ούτε στο Ω, θέλω να σας παρασύρω να πάτε μέχρι εκεί για να βιώσετε την έκθεση. Να κάνετε την διαδρομή, την δική σας διαδρομή γιατί η έκθεση είναι αφορμή για ένα εσώτερο δικό σας ταξίδι.
 
κείμενο: Maria Cyber (ευχαριστώ την Λήδα που χάρει στην έκθεση της εμπνεύστηκα για αυτό το κείμενο)
Δημοσιεύτηκε στην City Uncovered
Φωτογραφίες είναι της Αναστασία Λαζάρου, απο την έκθεση.
Αποδοχή
Χρησιμοποιώντας τη σελίδα αυτή, συναινείτε στη χρήση cookies. Περισσότερα...