Ο τζαμαϊκανός Μάρλον Τζέιμς κέρδισε το Μπούκερ και ετοιμάζει σίριαλ για το HBO
«Ήξερα πως έπρεπε να φύγω από την Τζαμάικα - είτε μέσα σε φέρετρο, είτε μέσα σε αεροπλάνο.» Με αυτή τη φράση ξεκινάει το κείμενο που έγραψε πριν λίγους μήνες ο Marlon James για τους New York Times. Ένα κείμενο στο οποίο εξομολογείται πως είναι ομοφυλόφιλος - μια εξομολόγηση που πίσω στην πατρίδα ίσως του στοίχιζε τη ζωή. Ο 45χρονος συγγραφέας κέρδισε την περασμένη εβδομάδα το βραβείο Μπούκερ, ίσως το σημαντικότερο της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, για το βιβλίο του «Μια σύντομη ιστορία εφτά σκοτωμών» (A brief history of seven killings). Και αυτή τη στιγμή συνεργάζεται με το συνδρομητικό κανάλι HBO που έχει αναλάβει να μεταφέρει το βιβλίο στην τηλεοπτική οθόνη. Ο ίδιος μπορεί να μένει πλέον στις ΗΠΑ, αλλά οι μνήμες και η ιστορία της Τζαμάικα συνεχίζουν να τροφοδοτούν το έργο του. Μέσα από μια πλειάδα χαρακτήρων, το βραβευμένο μυθιστόρημα εστιάζει στη διαπλοκή πολιτικής και οργανωμένου εγκλήματος με αφορμή ένα γεγονός που συντάραξε το νησί το 1976: Την απόπειρα δολοφονίας του Μπομπ Μάρλεϊ. Αλλά και τις προεκτάσεις αυτής της βίας, μέσα από το εμπόριο ναρκωτικών, στην Αγγλία και την Αμερική της δεκαετίας του '80.
Πηγή έμπνευσης για τον Τζέιμς είναι η πραγματική Τζαμάικα που διαφέρει αρκετά από το τουριστικό στερεότυπο του ειδυλλιακού παραδείσου στην Καραϊβική με τους χαλαρούς κατοίκους που πλέκουν τα μαλλιά τους ράστα και καπνίζουν μαριχουάνα χορεύοντας ρέγκε στην παραλία. Την Τζαμάικα που συγκαταλέγεται στις χώρες με τους υψηλότερους δείκτες εγκληματικότητας παγκοσμίως. Την Τζαμάικα που το περιοδικό Time αποκάλεσε πριν λίγα χρόνια «ίσως την πιο ομοφοβική χώρα στον πλανήτη». Για τους γκέι του νησιού, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα κράτη της αμερικάνικης ηπείρου που συνεχίζει να τιμωρεί την ομοφυλοφιλία με δεκαετή φυλάκιση είναι ίσως το μικρότερο από τα προβλήματά τους. Πολύ μεγαλύτερη απειλή είναι τα λιντσαρίσματα «υπόπτων» για ομοφυλοφιλία τους οποίους αναλαμβάνει να «τιμωρήσει» ο εξαγριωμένος όχλος, κυρίως στις παραγκουπόλεις γύρω από το Κίνγκστον.
Οι παράγοντες που τροφοδοτούν το μίσος εναντίον των ομοφυλόφιλων στα λαϊκά στρώματα της Τζαμάικα είναι πολλοί και ποικίλοι. Σημαντικό ρόλο παίζουν αναμφίβολα τα κηρύγματα μίσους των φονταμενταλιστικών προτεσταντικών εκκλησιών που κυριαρχούν στο νησί, αλλά και της αίρεσης των Ρασταφάριανς που έγιναν γνωστοί σε όλον τον κόσμο χάρη στον Μπομπ Μάρλεϊ. Ένας άλλος παράγοντας είναι μια κουλτούρα εγκληματικότητας που συνδέεται με τη φτώχεια, το εμπόριο ναρκωτικών και την τάση των τζαμαϊκανών να λύνουν τις διαφορές τους με τη βία. Μια κουλτούρα που αντικατοπτρίζεται και στους στίχους της ράγκα, ηλεκτρονικής μετεξέλιξης της παραδοσιακής ρέγκε μουσικής. Καλλιτέχνες της ράγκα όπως ο Μπούτζου Μπάντον (που έχει υπάρξει ως και ...υποψήφιος για Γκράμι) έχουν γίνει διαβόητοι σε όλον τον κόσμο για στίχους με τους οποίους καλούν το κοινό να επιτεθεί και να κάψει ζωντανούς τους ομοφυλόφιλους. Στίχοι που έχουν εξασφαλίσει στο συγκεκριμένο είδος τον χαρακτηρισμό «φονική μουσική» (murder music) και στους καλλιτέχνες του μποϊκοτάζ και απαγορεύσεις όποτε προσπαθούν να παίξουν στο εξωτερικό.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στον Μάρλον Τζέιμς, ο ίδιος παραδέχεται πως έζησε τη ζωή του προστατευμένος από τις χειρότερες εκφάνσεις της βίας και της εγκληματικότητας που σπαράζουν το νησί, καθώς μεγάλωσε σε ένα ήσυχο μεσοαστικό προάστιο του Κίνγκστον με πατέρα δικηγόρο και μητέρα αστυνομικό. Παρόλα αυτά, ο τρόμος που σε πολύ τρυφερή ηλικία του προκάλεσε αυτοκτονικές τάσεις ήταν πανταχού παρών. Ιδού πως τον περιγράφει ο ίδιος στο κείμενό του για τους New York Times:
«Ακόμα και σε ηλικία 28 χρονών, επτά χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από το κολέγιο, ήμουν τόσο πεπεισμένος πως η φωνή μου μπορούσε να με «καρφώσει» που είχα σταματήσει να μιλάω σε άτομα που δεν ήξερα. Η σιωπή είχε αφήσει τα σημάδια της αφού περπατούσα με καμπούρα και το στήθος ρουφηγμένο προς τα μέσα, σαν να προσπαθούσα να αποφύγω φανταστικές γροθιές. Είχα περάσει επτά χρόνια σε ένα σχολείο αρρένων: δύο χιλιάδες έφηβοι που φορούσαν όλοι τις ίδιες χακί φόρμες και παραφύλαγαν στην καντίνα, στην τάξη, στα αποδυτήρια, ψάχνοντας για αγόρια διαφορετικά από τα άλλα. Προσπαθούσα να προφυλάξω τον εαυτό μου βρίζοντας, σφίγγοντας τα δόντια για να μη με καταλάβουν από τη φωνή μου και ζωγραφίζοντας κορίτσια με τεράστιο στήθος στο μάθημα των εικαστικών. Για να μη με βάλουν στο μάτι έφερνα στο σχολείο τεύχη του Penthouse αλλά τα υπόλοιπα αγόρια συνέχιζαν να με αποκαλούν «αδελφούλα» κάθε μέρα, πέντε μέρες την εβδομάδα. Για να σώσω τον μεγαλύτερό μου αδελφό, έφτασα να προσποιούμαι πως δεν είχαμε καμία συγγένεια. Στο σπίτι χανόμουν στο Λονδίνο του Ντίκενς και τον Μισισιπή του Μαρκ Τουέν. Μια μέρα μετά το σχολείο, αντί να γυρίσω σπίτι, περπάτησα για μίλια μέχρι το λιμάνι του Κίνγκστον. Σταμάτησα στην άκρη της αποβάθρας με τη σκέψη ότι την επόμενη φορά θα συνεχίσω να περπατάω.»
O Τζέιμς μπόρεσε να αφήσει οριστικά πίσω του τους εφιάλτες μόλις το 2007, όταν ένα αμερικάνικο κολέγιο του πρότεινε τη θέση του καθηγητή αγγλικής φιλολογίας. Ακόμα και τότε, χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό του και να αρχίσει να ζει τη ζωή του ως ομοφυλόφιλος. Όπως λέει ο ίδιος «για πρώτη φορά σταμάτησα να κοιτάω πίσω από τους ώμους μου όταν έπεφτε το σκοτάδι». Το προηγούμενο μυθιστόρημά του με τίτλο «Το βιβλίο των νυχτερινών γυναικών» είχε για θέμα του τη δουλεία στις φυτείες ζαχαροκάλαμου της Τζαμάικα μέσα από τα μάτια μίας σκλάβας. «Η σύντομη ιστορία εφτά σκοτωμών» έχει σίγουρα εξασφαλίσει εκατομμύρια πωλήσεις σε όλον τον κόσμο χάρη στο βραβείο Μπούκερ, ενώ η τηλεοπτική του μεταφορά από το HBO υπόσχεται ακόμα περισσότερα. Και ο ίδιος είναι πλέον τόσο άνετος που ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι γκέι: Ένας γκάνγκστερ ονόματι Weeper που όταν δεν καθαρίζει κόσμο, απαγγέλλει λογοτεχνία. Όσο για το επόμενο βιβλίο του, σκοπεύει αυτή τη φορά να ασχοληθεί με την ιστορία των αυτοκρατοριών της μεσαιωνικης Αφρικής και την πίστη τους στο υπερφυσικό στοιχείο. Πολλοί μιλάνε ήδη για ένα αφρικάνικο Game of Thrones. Να κάτι που σίγουρα θα ενδιαφέρει το HBO...
Πηγή: Athensvoice