Κατά το πυρ, γυνή και θάλασσα. Η πιο όμορφη καλοκαιρινή φαντασίωση. Φωτιά δίπλα στην θάλασσα με την γυναίκα που ποθείς στην αγκαλιά σου. Και όμως αυτή η παροιμία κρούει τον κώδωνα του κίνδυνου. Τρία στοιχεία της φύσης ανεξέλεγκτα και απρόβλεπτα. Η φωτιά, η θάλασσα και εμείς, οι γυναίκες. Με γοητεία, χάρη, χρησιμότητα, ηδονή άλλα και τόσο επικίνδυνα που μπορούν να αποβούν μοιραία.
Κάποτε ένας καθηγητής μας στο μάθημα της ιστορίας της Τέχνης μας έλεγε τον ορισμό της λέξη «τρελό», τρελό ονομάζουν οι άνθρωποι ότι δεν μπορούν να καταλάβουν. Μας έδειχνε μια σκάλα η οποία ούτε ανέβαινε ούτε κατέβαινε και άρα δεν μπορούσες να την πεις σκάλα. Τι να τη πεις; Όταν κάτι που βλέπεις ή που νιώθεις και δεν έχεις άλλα στοιχεία ή λέξεις να το ορίσεις, το αποκαλείς απλά τρελό. Εστί είμαστε και εμείς οι γυναίκες στα μάτια πολλών. Τρελές , υστερικές, απαράδεκτες, ακατονόμαστες. Εγώ που μας έχω εντρυφήσει χρόνια τώρα, λέω ότι «δεν ξέρουμε τι θέλουμε και θα σκάσουμε , τους γύρω μας, αν δεν το αποκτήσουμε».
Είναι πολλές οι φορές που συμπονώ τους άντρες, τους καταλαβαίνω. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ πιο εύκολοι και ξεκάθαροι και είναι ακόμα περισσότερες οι φορές που τους βρίσκω περισσότερο θύματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις παρά θύτες. Τουλάχιστον αυτούς που αγαπάνε και έχουν την διάθεση να κατανοήσουν το έτερο ήμισυ του πλανήτη, τις γυναίκες.
Αν αρχίσω να γράφω λίστα κακών χαρακτηριστικών που μας αποδίδουν δεν θα έφτανε όλο το περιοδικό. Κουτσομπόλες, πονηρές, πουτάνες, μυξοπαρθένες, κότες, σπάταλες, αλλοπρόσαλλες και όλα τα προηγούμενα που ανέφερα. Υστερικές, τρελές, ακατονόμαστες, ανεξέλεγκτες, απρόβλεπτες, απαράδεκτες και δυστυχώς βρίσκομαι στην δυσάρεστη θέση να αποδεχτώ τα περισσότερα και ενίοτε και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που αποδίδουν στην γυναικεία φύση που όμως μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και αρσενικά που έχουν αναπτύξει την γυναικεία τους φύση.
Πάμε για ψώνια, ενώ είμαστε άφραγκες, ενώ η πιστωτική αγγίζει το όριο, ενώ μας κόβουν το ρεύμα, πάμε για ψώνια, μια ακαταμάχητη επιθυμία σαν ναρκωτικό μας διακατέχει και βγαίνουμε στην αγορά χωρίς σκοπό και στόχο, απλά πάμε για ψώνια, να ξοδέψουμε αυτά που δεν έχουμε.
Αγοράζουμε ένα ρούχο, μια κρεμά ή ένα ζευγάρι γυαλιά ή ότι άλλο άχρηστο ή πανέμορφο εκείνη την στιγμή μας σκάσει. Οι πιθανότητες να το θάψουμε στο βάθος της ντουλάπας και να μην ξαναδεί η αγορά μας το φως της ημέρας είναι ανάλογης της αφραγκίας μας. Όσο πιο ταπί είμαστε τόσο πιο χαζή και άχρηστη θα είναι η αγορά μας. Δεν το καταλαβαίνουμε; Δεν έχουμε μυαλό? Δεν μας βάζουμε χέρι μετά? Μα φυσικά άλλα είναι ζήτημα μικρού χρόνου να ξαναπράξουμε και να επαναλάβουμε την ίδια βλακεία σε όλη την διάρκεια της ζωή μας. Γιατί; Γιατί έτσι δεν υπάρχει καμία φιλοσοφία.
Το αγαπημένο μου μπλουζάκι, που τόσο μου πάει και που όταν το φοράω νιώθω θεά, είναι πάλι ζήτημα χρόνου να γίνει το πιο μισητό μου, το πιο γρουσούζικο, να μην θέλω να το ξαναδώ στα μάτια μου και μαζί με αυτό και τον αγαπημένο μου ή τις αγαπημένες μου φίλες. Με τις οποίες ο όρος κολλητές καθορίζεται κυρίως από τον χρόνο γνωριμίας μας και όχι από την ανιδιοτελή μας αγάπη. Όχι ότι δεν τις αγαπάμε αλλά εμείς οι γυναίκες τις λέξεις αγάπη και μίσος τις αλλάζουμε ανά ημέρα ή ακόμα και ανά ώρα και έχουμε μια σχέση με αυτές τις δυο λέξεις, σαν την πρόταση ενός ποιήματος «Αγάπη και Μίσος σαν την μαργαρίτα που μαδάς να δεις εάν σε αγαπάει και εκείνη καταστρέφεται».
Εκεί που κάποιος είναι ο καλός μας ή η κολλητή μας ή η συμπάθεια μας, είναι τοσο εύκολο να γίνει ο εχθρός μας, αυτός που μας ανταγωνίζεται, που θέλει να μας βλάψει, που δεν μας καταλαβαίνει, που λέει συκοφαντίες για εμάς, που θα χαρεί με την στεναχώρια μας, που περιμένει σαν το κοράκι να μας κατασπαράξει όταν θα είμαστε ευάλωτες και άντε πάλι από την αρχή στο άλλο μισό του φεγγαριού θα ξαναγινεί ο καλός μας, η κολλητή μας, η συμπάθεια μας και θα νιώσουμε τόση ευτυχία και ευγνωμοσύνη που τους εχουμε δίπλα μας.
Αν αυτό δεν λέγεται τρέλα τι λέγεται και μας αφήνουν να κυκλοφορούμε ελεύθερες, αναρωτιόνται κάποιοι.
Ο γκόμενος που ορκιζόμασταν στις φίλες μας ότι θα ξεράσουμε αν μας ακουμπήσει και βρισκόμαστε λίγες μέρες μετά, τρελά ερωτευμένες στην αγκαλιά του? Αυτό πώς να το εξηγήσεις? Και η συνεχεία είναι ότι σε δέκα μέρες αρχίζουμε να σκεφτόμαστε ότι θα κάναμε ένα πετυχημένο γάμο μαζί του, ενώ στις αμέσως επόμενες δέκα μέρες βρίσκουμε το ίδιο ακριβώς σεξ μαζί του, στο ίδιο ακριβώς σημείο του σώματος μας που μας ικανοποιούσε απίστευτα και που ο ίδιος άνθρωπος ίδρωσε για να πετύχει, το βρίσκουμε αφόρητα βαρετό ακόμα και εκνευριστικό, έτσι μαζεύουμε όλη την χαρά που του δώσαμε και συνεχίζουμε την ανεξέλικτη πορεία μας.
Ακόμα και αν κατορθώσουμε να βρεθούμε σε μια μακρόχρονη σχέση ή γάμο οι μέρες που ο άλλος δεν μας καταλαβαίνει είναι πολλές και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ότι οι μέρες που οι γυναίκες λένε για τους άντρες «μα δεν τον καταλαβαίνω» είναι ελάχιστες και αυτό το λέμε όταν πια τους έχουμε τρελάνει τελείως.
Το σχέδιο που μαζί χαρούμενα καταστρώσαμε, των διακοπών, του κινηματογράφους, του δείπνου με φίλους, της εξόδου που τόσο περιμέναμε, θες γιατί φταίει το φεγγάρι, η περίοδος, τα άστρα ή γιατί το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μας, είναι πάντα ακαθόριστο το γιατί και για το πόσο γρήγορα μπορούμε να το ξενερώσουμε, να το καταστρέψουμε, να το χιλιογκρινιαξουμε και να του βρούμε όλα τα κακά του κόσμου και στο τέλος να μείνουμε σπίτι σε κατάσταση υστερίας και κρίσης. Η πιθανότητα την άλλη μέρα το πρωί να το έχουμε μετανιώσει είναι μεγάλη όπως μεγάλη είναι και η ακόμα καλύτερη περίπτωση να ξυπνήσουμε μέσα στην τρελή χαρά και την αγάπη και να θέλουμε να κάνουμε καυτό σεξ με τον σύντροφο που μόλις χθες τρελάναμε. Όποτε ο κακομοίρης τα ξεχνάει όλα και συνεχίζει να μας ανέχεται μέχρι την επόμενη κρίση μας και το επόμενο σεξ.
Μετά το σεξ και ενώ έχουμε χαλαρώσει και ξανά αγαπήσει την σχέση μας, τον εαυτό μας και την ζωή, όλα αυτά φυσικά αν έχει καταφέρει να μας ικανοποιήσει, βάζουμε την καλή μας διάθεση να φερθούμε στην σχέση μας υπέροχα και να της κάνουμε όλα τα χατίρια, της ημέρας μόνο. Να όμως που ξέχασε το καπάκι της λεκάνης ανεβασμένο, τόλμησε να πει μια χαζή αδιάφορη ιστορία, πρότεινε μια παντελώς ξενέρωτη ταινία να δούμε ή έξοδο να κάνουμε και τότε ο δεύτερος κύκλος του «εραστές σε απόγνωση» ξεκινάει.
Πόσες είναι οι φορές που εκεί που νομίζουν ότι μας πέτυχαν, μας καταλάβανε, μας ηρέμησαν ξαφνικά και χωρίς να ξέρουν από πού τους ήρθε όλα γίνονται χάλια πάλι. Έχω δει άντρες να τρέχουν σχεδόν πανικόβλητοι μέσα στο σπίτι να προσπαθούν να κάνουν κάτι που θα ηρεμήσει την κατάσταση ή να αποχωρούν για να δώσουν λίγο χρόνο στα πράγματα και τελικά καμία λύση δεν στέκεται δυνατή.
Θέλουμε να μας ακούνε με τις ώρες να λέμε όλα τα αντιφατικά συναισθήματα μας, σε μια πρόταση δυο λεπτών να αναλύουμε το σύμπαν και την σχέση μας και μέσα στην ίδια πρόταση για το ίδιο θέμα να λέμε ναι και όχι ταυτόχρονα με έναν τρόπο εξαντλητικό. Θέλουμε να μιλάμε και να μιλάμε και να νιώθουμε ότι μας καταλαβαίνουν και πολλές φορές καμαρώνουμε με το πόσο λογικά μπορούμε και μιλάμε, είναι σημαντικό να μας ακούνε αλλά όταν πάνε να μιλήσουν είναι η στιγμή που είτε αρχίζει το Παρά Πέντε είτε πεινάσαμε ή θυμηθήκαμε ένα καυτό κουτσομπολιό να πούμε ή το χειρότερο, απροκάλυπτα δείχνουμε ποσο βαρετά είναι αυτά που θα πει και ότι τα έχουμε χιλιοακούσει και τα ξέρουμε όλα και αν έχει κάτι καινούργιο να μας πει και αμάν ποσο μας κουράζει και για αυτό η σχέση μας δεν πάει άλλο και είμαστε το τσακ πάλι να την διαλύσουμε αλλα εκείνη την στιγμή κάτι αστείο λέει στο Παρά Πέντε και ρίχνουμε ένα γέλιο, πίνουμε και μια γουλιά κρασί που έχει προνοήσει ο καλός μας να μας φερει και κουρνιάζουμε στην αγκαλιά του μέχρι την επόμενη κρίση πάλι.
Στην δουλειά μεταφέρουμε την σχέση μας και στην σχέση μας την δουλειά μας. Τι κακό να μην μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε. Ο σύντροφος μας, ξέρει όλες τις ιστορίες και τα πρόσωπα του γραφείου απέξω και ανακατωτά, σαν να παρακολουθεί σήριαλ και έχει παρατηρήσει ότι αυτούς που δεν χωνεύουμε μπορεί και να τους καλέσουμε για δείπνο το σαββατοκύριακο, όπως έχει πλέον μάθει ότι η κολλητή μας στο γραφείο ανά ημέρες γίνεται η μεγαλύτερη σκρόφα που πάει να μας φάει την θέση. Στην δουλειά όλοι αναρωτιόνται πότε θα χωρίσεις από αυτόν τον απαίσιος που σε παιδεύει. Σε παίρνει πολλά τηλέφωνα (εσύ το προκάλεσες) και σε πρήζει ή δεν σε παίρνει και σε έχει στην πρίζα οπότε κατά κοινή ομολογία όλων, καλύτερα αποδίδεις στο γραφείο όταν δεν έχεις σχέση. Αλλα κάποιος πρέπει να τους πει ότι και χωρίς σχέση η αποδοτικότητα σου δεν αυξάνεται αφού όλο και κάποιος έρωτας θέλεις να σε τρώει ή το γιατί δεν κάνεις σχέση είναι μεγάλο ζήτημα που χρειάζεται καθημερινή ανάλυση τις ώρες του γραφείου.
Οι γυναίκες στις εργασιακές μας σχέσεις, όπως και σε όλες τις σχέσεις μας έχουμε έναν δικό μας ορισμό συναδελφικότητας, συνεργατικότητας και αλληλεγγύης. Όλες αυτές οι λέξεις είναι απόλυτα σχετικές ανά ημέρα, ώρα, περιόδου και πανσελήνου ίσως και ωροσκοπίου. Είμαστε οι καλύτερες συνεργάτιδες ή ο μεγαλύτερος φόβος. Είμαστε η μεγαλύτερη βοήθεια ή η τραγική καταστροφή, είμαστε απόλυτα αξιόπιστες κάποιες μέρες και κάποιες άλλες μέρες τρομερά στην κοσμάρα μας, είμαστε σαν την αγελάδα που κάνει γάλα και μετά μπορεί να το κλωτσήσει. Λειτουργούμε όχι επαγγελματικά αλλά όπως σε όλα τα πράγματα συναισθηματικά και το χειρότερο είναι ότι δεν το παραδεχόμαστε. Είναι σαν να είμαστε διαρκώς κάτω από την επήρεια ενός ναρκωτικού μόνο που αυτό το ναρκωτικό δεν έχει πάντα το ίδιο εφέ.
Είμαστε όπως λαϊκά λένε και κυριολεκτικά θα έλεγα «με τα φεγγάρια μας» αλλά ακόμα και το φεγγάρι έχει σταθερή πορεία, εμείς όμως όχι.
Μέσα στην σχέση, χωρίς σχέση, με προσωρινή σχέση, όπως και να μας δεις δεν μας πιάνεις. Ακόμα και όταν θέλουμε να τα χαλάσουμε, είναι η μέρα που ένας άνθρωπος θα γλιτώσει από μια τρελή, αλλά ακόμα και τον χωρισμό τον κάνουμε μοιραίο.
Δεν πάμε κατευθείαν στο θέμα αλλά κάνουμε ολόκληρη ψυχανάλυση, σκιαγράφηση και υπαρξιακό όχι δικό μας φυσικά, του αλλουνού που μετά τον χωρισμό μας αν είναι λίγο κλονισμένος σίγουρα θα καταλήξει στον ψυχολόγο. «Θέλω να τα χαλάσουμε γιατί δεν με ικανοποιείς σε τίποτα ή σε πολλά». Όχι εμείς δεν τα λέμε αυτά. Όπως δεν λέμε και ακριβώς «δεν σε γουστάρω» γιατί αν πούμε ΔΕΝ ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ υπάρχουν άπειρες πιθανότητες να εννοούμε ότι πεθαίνω για εσένα αλλά βλέπω να με κερατώνεις και άστο καλύτερα. Με την πρόταση «Θέλω να τα χαλάσουμε» αρχίζει η ψυχανάλυση, τα πρώτα λεπτά της κατάστασης μας που δεν μας επιτρέπει να είμαστε σε σχέση και μετά σε πήρε ο χάρος και άμα του ξανά σηκωθεί του ανθρώπου με αυτά που θα ακούσει, σφύρα μου. Εκτός και είναι από τους τυχερούς που δεν έχουν την περιέργεια να μάθουν το γιατί «θέλω να τα χαλάσουμε» και το συνιστώ ανεπιφύλακτα να μην μπαίνει κανένας στο κόπο να ρωτά μια γυναίκα γιατί η σχέση τους δεν πάει άλλο.
Είμαστε απαράδεκτες και ιδιαιτέρως όταν το ξέρουμε και γελάμε με το ποσο απαράδεκτες είμαστε. Πόσα όμως από αυτά τα χαρακτηριστικά μας είναι στην γυναικεία φύση και πόσα είναι επίκτητα κοινωνικά.
Αν σκεφτείς ότι είμαστε ένα ολόκληρο εργοστάσιο που κάποιος βάζει 2 mg σπέρμα και αυτό γίνεται μεχρι και 3 κιλά ανθρωπάκι και μερικές φορές και δυο ανθρωπάκια και για να είναι πετυχημένη αυτή η λειτουργία θα πρέπει τα περισσότερα χρόνια της ζωής μας να είμαστε όπως μας αποκαλούσαν «μιαρές» και μολυσμένες, κοινώς να αιμορραγούμε, νομίζω ότι εχουμε όλες τις δικαιολογίες του κόσμου και τις ευλογίες να είμαστε για αυτούς που δεν μας καταλαβαίνουν, απαράδεκτες.
Αν προσθέσουμε σε αυτό το δεδομένο και τον αρχέγονο «ανταγωνισμό» του θηλυκού και του αρσενικού μπορούμε να ανακαλύψουμε ότι χαρακτηριστικά όπως το κουτσομπολιό, η πονηριά, το ψέμα και πολλά αλλά στους αντρικούς χώρους, στα καφενεία, στην πολιτική ζωή, στα κέντρα έλεγχου εξουσίας, στην εργασία, που άνοιξαν τις πόρτες τους για τις γυναίκες τα τελευταία χρόνια, τα χαρακτηριστικά είναι ακριβώς τα ίδια με λέξεις αντικαθιστάμενα όπως κοινωνική κριτική και διπλωματία.
Και αν τέλος αναλογιστούμε ότι σε μια κοινωνία αιώνων πατριαρχίας που έπρεπε κάποιος να παίξει το ρόλο του αδύνατου και να κατορθώσει να επιβιώσει, που έπρεπε κάποιος να είναι αποκλεισμένος από τα κοινά και τις συλλογικές εργασίες, τα γήπεδα, τα σχολεία, τα γυμναστήρια, που έπρεπε κάποιος να είναι αποκλεισμένος από την γνώση, τότε κατά ανάγκη θα κατανοήσουμε γιατί εμείς οι γυναίκες δεν ξέρουμε να λειτουργούμε συλλογικά αλλά λειτουργούμε συναισθηματικά και γιατί εύκολα μπορούμε να γίνουμε μέχρι και «κότες» και «πόρνες» και είμαστε φοβισμένα καχύποπτες και προς επιβίωση άτσαλα ανταγωνιστικές.
Και ακλόνητα προσθέτω μια πραγματικότητα, ότι από την αρχαιότητα αποτελούμε αιτία πολέμου και δυστυχώς μέχρι τις ημέρες μας τα κορμιά μας βιαίως γίνονται τα λάφυρα των πολέμων τους και καταλήγω ότι εμείς οι απαράδεκτες αυτού του πλανήτη δικαιούμαστε άπειρης στοργής και κατανόησης που σίγουρα και ποικιλοτρόπως την δίνουμε πίσω.
Maria Cyber