Claude Cahun (1894-1954), Marcel Moore (1892-1972)
Βρισκόμαστε στη Γαλλία, κάπου στις αρχές του αιώνα, όπου η άνθηση στις τέχνες, το κίνημα του σουρεαλισμού, η σεξουαλική απελευθέρωση, το ξεκίνημα σε μια νέα εποχή έρχεται να αντιμετωπίσει τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε μια χώρα όπου γίνεται μάρτυρας μιας μοναδικής ερωτικής ιστορίας ανάμεσα σε δύο θετές αδελφές. Το 1906, η δωδεκάχρονη τότε Lucy υποδέχεται τη νέα σύζυγο του πατέρα της, παρέα με την δεκατετράχρονη κόρη της, Suzanne. Η Lucy και η Suzanne γίνονται αχώριστες φίλες, αδελφές, ερωμένες και ένα δίδυμο που θα ταράξει τη συμβατική κοινωνία της Γαλλίας για τα μετέπειτα χρόνια. Ερωτευμένες με το φύλο τους, με το σώμα τους και την δυαδικότητά τους, γίνονται το πιο δυναμικό και πιο αγαπημένο ζευγάρι στους καλλιτεχνικούς κύκλους και στις συζητήσεις των διαννοούμενων ομάδων του Παρισιού.
Το 1919 η Lucy Schwob αλλάζει το όνομά της σε Claude Cahun, θέλοντας έτσι να δείξει την transgender female-to-male πλευρά της αφού το όνομα Claude δεν προσδιορίζει φύλο, παράλληλα αλλάζοντας το επίθετο της ήθελε να αποφύγει την απευθείας σύνδεσή της με την εβραϊκή της καταγωγή, σε μια εποχή όπου είχε αρχίσει να υποθάλπεται το ναζιστικό μίσος για τους Εβραίους. Το επώνυμο Cahun ανήκε στη γιαγιά της, Mathilde Cahun, η οποία και την μεγάλωσε, καθώς η μητέρα της έπασχε από διανοητική στέρηση.
Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, δεν είχε ποτέ βιοποριστικό πρόβλημα κι αυτό της επέτρεπε να αφοσιωθεί στα καλλιτεχνικά, ιδιαίτερα τη συγγραφή και τη φωτογραφία. Πολλά από τα μυθιστορήματα και τα άρθρα της δημοσιεύτηκαν με επιτυχία, ενώ στη διάρκεια της ζωής της ασχολήθηκε με μια σειρά μονολόγων με το όνομα «Ηρωίδες», μονόλογοι βασισμένοι σε πρόσωπα ηρωίδων, παρμένα από μυθολογία ή και φανταστικές ιστορίες. Ο άκρατος, φιλοσοφημένος φεμινισμός της φαίνεται ιδιαίτερα στο χειρόγραφο των Ηρωίδων, το οποίο περιλαμβάνει τη Σαπφώ ως εξέχουσα ηρωίδα της αρχαιότητας αλλά κάνει και ένα χιουμοριστικό πέρασμα από τον Οδυσσέα τον οποίο κατονομάζει ως «κερατά», ως και τον πρίγκιπα της Σταχτομπούτας όπου τον παρουσιάζει ως «φετιχιστή ποδιών». Δυστυχώς το χειρόγραφο αυτό κυκλοφόρησε μόλις το 1999.
Παρέα με το alter ego της, την Suzanne Malherbe που αργότερα απόκτησε το ψευδώνυμο Marcel Moore(και η συντροφός της υιοθετεί ένα «αντρικό» όνομα) εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1920 όπου συνεργάστηκαν σε μια σειρά από φωτογραφίσεις και συγγραφικό υλικό. Το 1932 γνωρίστηκε με τον Antre Breton (ένας από τους πρώτους θαυμαστές της δουλειάς της) και στη συνέχεια εισχώρησε στο κίνημα του σουρεαλισμού όπου συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις σουρεαλιστών καλλιτεχνών της εποχής. Καθώς οι περισσότεροι σουρεαλιστές καλλιτέχνες ήταν άντρες, η προσφορά της Cahun ήταν καταλυτική, παρουσιάζοντας ως χαμαιλέοντα την πολυδιάστατη φύση των γυναικών, πέρα από τα κλισέ πρότυπα της εποχής, μια από τις πρώτες γυναίκες που μίλησε για το gender –bender, χρησιμοποιώντας κουστούμια και μάσκες κάτω από τις μάσκες, έφτιαχνε σχεδόν θεατρικά, προκλητικά αυτό-πορτραίτα, ξεναγώντας μας με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο στα μη-όρια του φύλου και μιλάμε για το 1920-1930. Επηρέασε φωτογράφους όπως την Cindy Sherman και Nikki S. Lee αλλά και πολλούς άλλους..
Το πάθος Cahun και Moore για ελευθερία της έκφρασης, ο ίδιος ο τρόπος ζωής τους αλλά και σε συνδυασμό με τις αντισυμβατικές, πειραματικές τους διαθέσεις έδωσε ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα σε μια σειρά από αυτο-φωτογραφίσεις που ακόμα και σήμερα φαίνονται πολύ μπροστά από την εποχή τους. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι δυο καλλιτέχνιδες αρχίζουν να έχουν μια ευρύτερη καλλιτεχνική καταξίωση πέρα από τους στενούς καλλιτεχνικούς κύκλους.
Το 1937 η Claude και η Marcel, πάντα μαζί και πάντα ερωτευμένες, μετακόμισαν στο νησί Jersey, βρετανική αποικία στις ακτές της Νορμανδίας. Μετά το ξέσπασμα του 2ου παγκοσμίου πολέμου και τη Γερμανική κατοχή, το ζευγάρι αναμείχθηκε με αντιστασιακές προπαγανδιστικές ομάδες, όπου με την επαναστατική τους φύση και την τάση τους για πρωτοτυπία, έδωσαν τη δική τους υπογραφή και αντίσταση στα δρώμενα. Μετέφραζαν από Αγγλικά σε Γερμανικά, έντυπα με αντιφασιστιστικές λεζάντες από άρθρα του BBC, που αφορούσαν εγκλήματα και βιαιότητες των Ναζί και τα έντυπα αυτά, με έξυπνο τρόπο τα τοποθετούσαν σε διάφορα σημεία, όπως στα καθίσματα στρατιωτών ή στις τσέπες των σακακιών τους, ή ακόμα τα πετούσαν μέσα σε αυτοκίνητα, σε ανοιχτά παράθυρα κατοικιών κλπ. Το 1944 η Γκεστάπο εισέβαλε στο σπίτι τους όπου βρήκε και κατέστρεψε μεγάλο μέρος από αυτο-προσωπογραφίες και ερωτικές φωτογραφίες του ζευγαριού. Συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο αλλά οι αρχές του νησιού Jersey δεν δέχτηκαν να πραγματοποιήσουν τη διαταγή της Γκεστάπο. Ύστερα από ένα χρόνο, το Φεβρουάριο του 1945, συμμαχικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το νησί και το ζευγάρι αφέθηκε ελεύθερο. Παρόλα αυτά, η Cahun δεν συνήλθε ποτέ από την κακή μεταχείριση που υπέστη στις φυλακές και πέθανε περίπου δέκα χρόνια μετά, το 1954 σε ηλικία 60 ετών. Πάνω απο 80 φωτογραφίες της Cahun εκτίθενται σε slide show στο μουσείο του Jersey, ενώ στο Jersey Heritage Trust σώζεται ένα μεγάλο μέρος από το φωτογραφικό υλικό, αυθεντικά χειρόγραφα, μερικά από τα βιβλία της σε πρώτη έκδοση και προσωπικά αντικείμενα.
Η ιστορία των δύο αυτών γυναικών αρκεί για να προσωποιήσετε την έννοια της δύναμης με τον πιο αυθεντικό τρόπο. Θεατές στην πιο σημαντική εποχή της Ευρωπαϊκής κουλτούρας, ξεκινώντας από την πόλη του φωτός, έλαμψαν καλλιτεχνικά στα χρόνια ανάμεσα σε 2 παγκόσμιους πόλεμους, με καλλιτεχνικής δουλειά, με τις απόψεις τους, με τα ανατρεπτικά τους άρθρα και χειρόγραφα και συνεχίζουν να λάμπουν ακόμα και σήμερα, αιχμαλωτίζοντας θαυμαστά το πνεύμα της εκάστοτε εποχής. Αγνοώντας στην κυριολεξία όλους, μα όλους τους συμβατικούς κανόνες της εποχής τους, θετές αδελφές, ομοφυλόφιλες διανοούμενες, “επικίνδυνες” καλλιτέχνιδες πολέμιες του φασισμού καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά και αιώνιες έφηβοι. Έκφραση, ελευθερία του λόγου, καινοτομία της τέχνης, σεξουαλική απελευθέρωση, αντίθεση, δράση και αντίδραση, είναι λίγες μόνο από τις έννοιες και τα μυνήματα που προσδίδει το έργο τους.
Ο ορισμός της δύναμης, είναι η αντίληψη του “σκέφτομαι άρα υπάρχω, αγαπώ, αναπνέω, δρω και αντιδρώ, γιατί αξίζω, γιατί έχω βούληση και έχω επιλογές ή γιατί πολύ απλά ξέρω τι θέλω”. Όλα αυτά είναι ευδιάκριτα στο φωτογραφικό και συγγραφικό έργο της Claude Cahun και της Marcel Moore.
Στη διάρκεια της ζωής αυτού καλλιτεχνικού ερωτικού δίδυμου, Claude και Marcel, κανείς δεν μπόρεσε ή μάλλον κανείς δεν τόλμησε να χαλάσει το ρομαντισμό, την αφοσίωση και τον έρωτα μεταξύ τους. Αντιθέτως, η ζωή τους ήταν γεμάτη εντυπώσεις, αναζητήσεις, ερωτισμό, πάθος για την τέχνη, πάθος για τη ζωή τους, όπως ακριβώς την θέλανε κι όπως την ονειρεύτηκαν, τσακίζοντας με χιούμορ και δυναμισμό την κάθε προκατάληψη. Υπάρχει άραγε καλύτερο απ’αυτό;