Η Χάνα Ντόντα γεννιέται και μεγαλώνει σε ένα ορεινό χωριό της βόρειας Αλβανίας. Σε έναν τόπο σκληρό σαν τους ανθρώπους που τον κατοικούν, όπου η μοίρα της γυναίκας είναι γραμμένη από τη στιγμή που θα γεννηθεί. Η Χάνα θα αποφασίσει να αποτινάξει από πάνω της το πεπρωμένο κάθε γυναίκας, να γίνει σύζυγος και ισόβιο κτήμα κάποιου άνδρα επικαλούμενη τον άγραφο νόμο του Κανούν. Έναν εθιμικό νόμο που της επιτρέπει να ορκιστεί ισόβια παρθενία και να ζήσει, απελευθερωμένη από τη γυναικεία μοίρα, ως άντρας. Η Χάνα θα κρατήσει όπλο, θα φορέσει αντρικά ρούχα και θα πάρει το όνομα Μαρκ. Δεκαπέντε χρόνια μετά όταν τα βουνά, που μέχρι πρότινος έμοιαζαν η μοναδική λύτρωσή της, αρχίσουν να γίνονται η φυλακή της θα πάρει μια ακόμη μεγαλύτερη απόφαση. Να ταξιδέψει εκτός των συνόρων της χώρας της και να βρει τη μετανάστρια αδερφή της. Ένα ταξίδι από την Αλβανία στη Δύση και μια εσωτερική μετάβαση από τον Μαρκ στη χαμένη πλέον «Χάνα».
Ταυτότητα παράστασης
Ένκε Φεζολλάρι
Ορκισμένη παρθένα / Ελβίρα Ντόνες
Συντελεστές
Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
Διασκευή – Θεατρική απόδοση: Μαρία Σκαφτούρα, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη
Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη
Παίζουν: Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Μαρία Σκαφτούρα, Στάθης Σταμουλακάτος, Αντώνης Φραγκάκης, Γιώργος Παπαπαύλου
Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Γιάνναρος
Σκηνικά – Κοστούμια: Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Αποστόλης Κόκκαλης
Συντονισμός Παραγωγής: Μαρία Βασαριώτου
Σχεδιασμός Παραγωγής: Κωνσταντίνος Σακκάς
Οργάνωση – Σχεδιασμός Παραγωγής: Delta Pi
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου
Επικοινωνία: Μαρία Κωνσταντοπούλου
Σημείωμα σκηνοθέτη:
Σύμφωνα με μία αλβανική παράδοση, οι γυναίκες γίνονται ισότιμες με τους άντρες μόνον αν αρνηθούν τη γυναικεία τους φύση και ζήσουν με τον τρόπο ενός άντρα, αφού ορκιστούν να μην έχουν ποτέ σεξουαλικές σχέσεις. Έτσι και η Χάνα, μία γυναίκα από το Βορρά της Αλβανίας, αποφασίζει να ξεφύγει από το πεπρωμένο της, επικαλείται τον άγραφο νόμο Κανούν και ζει ως «ορκισμένη παρθένα» με το όνομα Μαρκ. Γράφοντας ποίηση κι έχοντας ως πυξίδα τα έργα της Έμιλι Ντίκινσον, προσπαθεί να αποδράσει από την αποπνικτική πραγματικότητα. Ένα ταξίδι στην Αμερική θα τη φέρει αντιμέτωπη με αυτή της την απόφαση: στη Γη της Επαγγελίας θα συναντήσει την οικογένειά της και θα πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την αμηχανία και τις αντιδράσεις των αγαπημένων της προσώπων αλλά και τη δική της γυναικεία πλευρά. Ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες του θηλυκού της σώματος; Ποια είναι η αρσενική φυλακή στην οποία αποκλείστηκε; Πώς η οικογένειά της θα την κάνει να νιώσει εξόριστη για άλλη μία φορά; Η Χάνα είναι μία Ορκισμένη Παρθένα. Και μας μοιράζεται την ιστορία της: μία ιστορία ενός Εθιμοτυπικού Κανόνα μιας κοινωνίας όπου η αξία των γυναικών ισούται με ένα σακί πατάτες. Η ιστορία μιας γυναίκας που δεν κατοικεί στο ίδιο της το σώμα και βλέπει τους κόσμους της να καταρρέουν. (Ένκε Φεζολλάρι)
Πληροφορίες
ΚΤΗΡΙΟ Η, ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 / 13-14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017/ ΩΡΑ: 21.00
ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
ΚΑΝΟΝΙΚΟ: 20 € ΕΩΣ 25€
ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ: 12 €
ΑΜΕΑ: 5€
ΑΝΕΡΓΩΝ: 5€
Οι Ορκισμένες Παρθένες της Αλβανίας
Οι Ορκισμένες Παρθένες είναι γυναίκες που έχουν δώσει όρκο αγνότητας και ζουν και συμπεριφέρονται σαν άνδρες. Έχουν πάρει ανδρικό όνομα, ντύνονται με ανδρικά ρούχα, κάνουν ανδρικές δουλειές και συμμετέχουν ως άνδρες σε κάθε μορφή της κοινωνικής ζωής.
Το έθιμο αυτό συναντάται πιο συχνά σε περιοχές της βόρειας Αλβανίας. Έχει τις ρίζες του στον Μεσαίωνα αλλά πλέον τείνει να εκλείψει. Σήμερα στις περιοχές αυτές οι Ορκισμένες Παρθένες είναι μερικές δεκάδες και είναι άνω των πενήντα ετών.
Ορκισμένες Παρθένες έχουν υπάρξει, σε πολύ μικρότερη έκταση, και σε άλλες χώρες: στο Κόσοβο, στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο, στη Δαλματική ενδοχώρα και στη Βοσνία. Αντίστοιχα έθιμα υπήρχαν και σε φυλές Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής.
Το έθιμο και πιθανοί λόγοι γέννησής του
Για πολλούς αιώνες από τον Μεσαίωνα και μετά, κάθε πλευρά της ζωής των κατοίκων κυρίως της βόρειας Αλβανίας, ρυθμιζόταν από το Κανούν, ένα σύνολο εθιμικών κανόνων που κωδικοποίησε στον Μεσαίωνα ο Λεκ Ντουκαγκίνι. Σύμφωνα με το Κανούν οι γυναίκες δεν είχαν μια σειρά από δικαιώματα, π.χ. δεν είχαν κληρονομικά δικαιώματα, δεν μπορούσαν να ψηφίζουν, δεν μπορούσαν να κάνουν διάφορες δουλειές και δεν μπορούσαν να αγοράσουν γη.
Το έθιμο των ορκισμένων παρθένων προέκυψε από το Κανούν. Μια γυναίκα ανήκε στις ορκισμένες παρθένες δίνοντας όρκο αγαμίας ενώπιον δώδεκα ηλικιωμένων ανδρών από το χωριό ή τη φυλή της. Αφού έδινε αυτόν τον όρκο, ζούσε σαν άντρας. Ντυνόταν σαν άντρας, έπαιρνε ανδρικό όνομα και αν δε ζούσε ο πατέρας της και δεν υπήρχε αδερφός αυτή γινόταν ο αρχηγός της οικογένειας. Επίσης μπορούσε να καπνίζει και να πίνει αλκοόλ, να έχει όπλο, να κάνει ανδρικές δουλειές, να παίζει μουσική και να τραγουδάει και να κάθεται και να συζητά μαζί με άλλους άντρες.Είχε ίδια δικαιώματα με τους άντρες. Ταυτόχρονα συμμετείχε στις βεντέτες όπως όλοι οι άντρες και αν σκοτωνόταν, ο θάνατος της ισοδυναμούσε με το θάνατο ενός άντρα και όχι μιας γυναίκας, της οποίας η ζωή είχε τη μισή αξία της ζωής ενός άντρα.
Ο όρκος αγαμίας ήταν βασικά αμετάκλητος και η ποινή για την παραβίασή του ήταν ο θάνατος. Το να δώσει μια γυναίκα τον όρκο αγαμίας το αποφάσιζε κυρίως η οικογένειά της αλλά στην περίπτωση π.χ. που ο πατέρας είχε πεθάνει και δεν υπήρχε αδερφός, μπορούσε να το αποφασίσει η ίδια. Τον όρκο αγαμίας μια γυναίκα μπορούσε να το δώσει σε οποιαδήποτε ηλικία.
Βασικός λόγος που οδήγησε στη δημιουργία αυτού του εθίμου φαίνεται ότι ήταν η ανάγκη να υπάρχει αρχηγός σε μια οικογένεια και να παραμένει στην οικογένεια η περιουσία της ακόμα και όταν είχαν εκλείψει όλοι οι άνδρες αυτής. Πάντως αν π.χ. μια κόρη έδινε τον όρκο αυτό δεν απέκλειε και άλλες γυναίκες της οικογένειας να δώσουν τον ίδιο όρκο. Υπήρχαν και γυναίκες που επέλεξαν τον όρκο της αγαμίας για να αποκτήσουν ελευθερίες που δεν αναγνωρίζονταν στις γυναίκες. Άλλες έδωσαν τον όρκο για να αποφύγουν έναν ανεπιθύμητο γάμο ή επειδή γενικά δεν ήθελαν να παντρευτούν ή δεν ήθελαν να αφήσουν την οικογένειά τους. Ο όρκος παρθενίας ήταν ο μόνος τρόπος να ανατραπεί γάμος που είχε συμφωνηθεί όταν ο μέλλων γαμπρός και η μέλλουσα νύφη ήταν παιδιά, χωρίς να προσβληθεί η οικογένεια του γαμπρού και ξεκινήσει αιματηρή βεντέτα. Επίσης πολλές φορές χήρες μητέρες έπειθαν τις κόρες τους να δώσουν όρκο παρθενίας γιατί διαφορετικά οι ίδιες, αφού είχε πεθάνει ο άντρας τους, δεν είχαν πολλές επιλογές: ή θα επέστρεφαν στο πατρικό τους ή θα παρέμεναν στην οικογένεια του συζύγου τους ως υπηρέτριες ή θα έπρεπε να ξαναπαντρευτούν.
Ονομασίες για τις Ορκισμένες Παρθένες σε διάφορες χώρες των Βαλκανίων
Στην Αλβανία χρησιμοποιούνται μια σειρά από όροι για την απόδοση του εν λόγω εθίμου: burrnesha, vajzë e betuar (πολύ συχνή ονομασία για τις γυναίκες για τις οποίες οι γονείς τους αποφάσισαν να δώσουν τον όρκο αγνότητας, όταν αυτές ήταν στη βρεφική ή στην παιδική ηλικία), mashkull (ο όρος αυτός χρησιμοποιείται γύρω από τη Σκόδρα), virgjineshë, virgjereshë, verginesa, virgjin, vergjinesha. Στη σερβική γλώσσα υπάρχουν οι λέξεις: мушкобања (muškobanja), мушкара (muškara) (ανδρογυναίκα ή γυναίκα που μοιάζει με άντρα), остајница (ostajnica) . Στο Μαυροβούνιο χρησιμοποιούνται οι όροι tombelija, basa, harambasa, στη Βοσνία και στην Κροατία χρησιμοποιούνται οι ονομασίες tobelija (δεσμευμένη από όρκο) και zavjetovana djevojka αντίστοιχα, ενώ στην Τουρκία η λέξη sadik (έντιμες).
Πηγή catisart.gr